Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ασυρματιστής

См. также в других словарях:

  • ασυρματιστής — ο αυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ήταν ασυρματιστής σ ένα υπερωκεάνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυρματιστής — ο θηλ. ασυρματίστρια [ασύρματος] τηλεγραφητής σε ασύρματο …   Dictionary of Greek

  • μαρκόνης — και μαρκονιστής, ο, θηλ. ισσα ο ασυρματιστής πλοίων τού εμπορικού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Ιταλού εφευρέτη τού ασύρματου τηλεγράφου G. Marconi] …   Dictionary of Greek

  • Καββαδίας, Νίκος — (Χαρμπίν Μαντζουρίας 1910 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Ασυρματιστής σε πλοία, ο Κ. ταξίδεψε πολύ και με την έντονη ποιητική του ευαισθησία έγραψε ιδιαίτερα αξιόλογα ποιήματα, που τον καθιέρωσαν μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»