-
1 ασυρματιστής
[асирматистис]Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυρματιστής
-
2 радист
-
3 радиолюбитель
ο ραδιοερασιτέχνης, ο ερασιτέχνης ασυρματιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиолюбитель
-
4 радист
ο ασυρματιστής, ο χειριστής ασυρμάτουο μαρκόνης (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радист
-
5 радиовещание
радиовещание с η ραδιοφωνία \радиовещание грамма ж το ραδιοτηλεγράφημα \радиовещаниелюбитель м о ερασιτέχνης ασυρματιστής \радиовещание передача ж η ραδιοεκπομπή \радиовещание приёмник м το ραδιόφωνο \радиовещаниеслушатель м о ακροατής ραδιοφώνου \радиовещание станция ж о ραδιοφωνικός σταθμός* * *сη ραδιοφωνία -
6 радиолюбитель
мο ερασιτέχνης ασυρματιστής -
7 радиолюбитель
радио||любительм ὁ ἐρασιτέχνης ραδιοφωνητής, ὁ ἐρασιτέχνης ἀσυρματιστής. -
8 радист
радистм ὁ ἀσυρματιστής. -
9 радист
[ραντίστ] ουσ. α ασυρματιστής -
10 радист
[ραντίστ] ουσ α ασυρματιστής -
11 радист
-а α.-ка, -и θ.ασυρματιστής.
См. также в других словарях:
ασυρματιστής — ο αυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ήταν ασυρματιστής σ ένα υπερωκεάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυρματιστής — ο θηλ. ασυρματίστρια [ασύρματος] τηλεγραφητής σε ασύρματο … Dictionary of Greek
μαρκόνης — και μαρκονιστής, ο, θηλ. ισσα ο ασυρματιστής πλοίων τού εμπορικού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Ιταλού εφευρέτη τού ασύρματου τηλεγράφου G. Marconi] … Dictionary of Greek
Καββαδίας, Νίκος — (Χαρμπίν Μαντζουρίας 1910 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Ασυρματιστής σε πλοία, ο Κ. ταξίδεψε πολύ και με την έντονη ποιητική του ευαισθησία έγραψε ιδιαίτερα αξιόλογα ποιήματα, που τον καθιέρωσαν μεταξύ των… … Dictionary of Greek