-
1 αστρονόμος
[астрономос] οοσ. а. астроном,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστρονόμος
-
2 астроном
-
3 астроном
ο αστρονόμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > астроном
-
4 астроном
астрономм ὁ ἀστρονόμος. -
5 астроном
[αστρανόμ] ουσ. α. αστρονόμος -
6 астроном
[αστρανόμ] ουσ α αστρονόμος -
7 астроном
-а α.αστρονόμος.
См. также в других словарях:
αστρονόμος, ο — αστρονόμος, ο, η αυτός που ασχολείται με τη μελέτη των άστρων: Οι αστρολόγοι είναι οι πρόδρομοι των αστρονόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρονόμος — astronomer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρονόμος — ο, η (AM ἀστρονόμος) αυτός που ασχολείται με την αστρονομία αρχ. 1. ο αστρολόγος* 2. ο κατεξοχήν αστρονόμος, ο Πτολεμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + νομος < νέμω] … Dictionary of Greek
Υψικλής — Αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου αι. μ.Χ., από την Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο Περί πολυέδρων, που πολλοί το εντάσσουν στα Στοιχεία του Ευκλείδη … Dictionary of Greek
ἀστρονόμοι — ἀστρονόμος astronomer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμοις — ἀστρονόμος astronomer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμον — ἀστρονόμος astronomer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμου — ἀστρονόμος astronomer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμους — ἀστρονόμος astronomer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμων — ἀστρονόμος astronomer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμῳ — ἀστρονόμος astronomer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)