Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αστροναύτης

См. также в других словарях:

  • αστροναύτης — ο αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αστρο + ναύτης πρβλ. αγγλ. astronaut (< astro + naut πρβλ. aeronaut, αεροναύτης)] …   Dictionary of Greek

  • αστροναύτης — ο επιβάτης τεχνητού δορυφόρου ή διαστημοπλοίου: Οι αστροναύτες όχι μονάχα ταξίδεψαν στο διάστημα, αλλά πάτησαν το πόδι τους και στο έδαφος της Σελήνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Άρμστρονγκ, Νιλ Όλντεν — (Neil Alden Armstrong, Οχάιο 1930 –). Αμερικανός αστροναύτης. Ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στη Σελήνη. Πήρε δίπλωμα πιλότου το 1946, σπούδασε αεροναυτική μηχανική, εργάστηκε για επτά χρόνια ως πιλότος δοκιμαστής στη βάση Έντουαρντς της… …   Dictionary of Greek

  • Γκλεν, Τζον — I (John Glenn, Κέιμπριτζ, Οχάιο 1921 –). Αμερικανός αστροναύτης. Πραγματοποίησε την πρώτη αμερικανική πτήση σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 20 Φεβρουαρίου 1962, με τον θαλαμίσκο Friendship 7, ξεκινώντας από το ακρωτήριο Κανάβεραλ και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… …   Dictionary of Greek

  • Στάφορντ, Τόμας — (Stafford). Αμερικανός αστροναύτης (Γουέδερφορντ Οκλαχόμα 1930). Έλαβε μέρος στην αποστολή του Τζέμινι 6 με το Γ. Σίρα, 15 16 Δεκεμβρίου 1965 και πραγματοποίησαν τη σύνδεση με τους δορυφόρους Τζέμινι 7 και Τζέμινι 9 στις 3 6 Ιουνίου 1966 κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε …   Dictionary of Greek

  • κοσμοναύτης — ο αυτός που ταξιδεύει με κοσμοσκάφος, αστροναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmonaut < ρωσ. cosmonavt < cosm(o) (πρβλ. κόσμ[ο] < κόσμος) + navt (< ναύτης)] …   Dictionary of Greek

  • Γκρίσομ, Βέρτζιλ — (Virgil Grissom, 1926 – 1967). Αμερικανός αστροναύτης. Στις 21 Ιουλίου 1961, κατά την επιστροφή του από μία πτήση, ο θαλαμίσκος του βυθίστηκε στη θάλασσα από κακή λειτουργία, αλλά ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας. Σκοτώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1967 σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»