-
1 ασταθης
-
2 ασταθής
ης, ες1) прям., перен. неустойчивый, шаткий; непрочный;ασταθής θέση — шаткая позиция;
2) изменчивый; нестойкий, непостоянный (о характере, погоде и т. п.) -
3 ασταθής
[астатис] επ неустойчивый, непостоянный, изменчивый. -
4 άστατος
η, ο [ος, ον ]1) см. ασταθής; 2) подвижной, шаловливый, непоседливый (о ребёнке);§ άστατος πόνος — мучительная боль
См. также в других словарях:
ἀσταθής — unsteady masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασταθής — Αυτός που δεν είναι σταθερός, που ταλαντεύεται, ο ευμετάβλητος. Α. ισορροπία λέγεται η κατάσταση ισορροπίας ενός σώματος από την οποία μπορεί αυτό να απομακρυνθεί και με την ελάχιστη ακόμα μετατόπισή του. Για παράδειγμα, ένα σώμα που μπορεί να… … Dictionary of Greek
ασταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν είναι σταθερός, που ταλαντεύεται, ο ευμετάβλητος (κυριολ. και μτφ.): Έχει πολύ ασταθή χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσταθῆ — ἀσταθής unsteady neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσταθής unsteady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσταθής unsteady masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθεῖ — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθές — ἀσταθής unsteady masc/fem voc sg ἀσταθής unsteady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβοαιμοσφαιρίνη — Ασταθής ένωση της αιμοσφαιρίνης (Hb) με διοξείδιο του άνθρακα, του τύπου HbCO2. H δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα με την αιμοσφαιρίνη είναι αντιστρεπτή. Η κ. σχηματίζεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια κατά τη διέλευσή τους από τα τριχοειδή των ιστών … Dictionary of Greek
ἀσταθέες — ἀσταθής unsteady masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθέεσσι — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθέεσσιν — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθέος — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)