-
1 болеть
I болеть I 1) (чём-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ 2) спорт., разг.: \болеть за кого-л. είμαι φίλαθλος ( κάποιου) II болеть II (испытывать боль) πονώ' что у вас \болетьйт? τι σας πονάει; у меня \болетьнт горло έχω τα λαιμά μου* * *I1) (чем-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ2) спорт., разг.IIболе́ть за кого́-л. — είμαι φίλαθλος (κάποιου)
( испытывать боль) πονώчто у вас боли́т? — τι σας πονάει
у меня́ боли́т го́рло — έχω τα λαιμά μου
-
2 заболевать
заболевать, заболеть αρρωσταίνω, ασθενώ \заболевать гриппом αρρωσταίνω από γρίπη* * *= заболетьαρρωσταίνω, ασθενώзаболева́ть гри́ппом — αρρωσταίνω από γρίπη
-
3 заболевать
αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заболевать
-
4 болеть
болеть Iнесов (хворать) εἶμαι ἀρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενώ, ἀρρωστώ; \болеть гриппом ἔχω γρίππη; \болеть желудком μοῦ πονεῖ τό στομάχι.бол||еть IIнесов (причинять боль) πονῶ; что у вас \болетьит? τί σας πονεϊ;; у меня \болетьит голова μέ πονεῖ τό κεφάλι; у меня \болетьят зу́бы μέ πονοῦν τά δόντια; ◊ у меня душа \болетьи́т за тебя ἀνησυχώ πολύ γιά σένα. -
5 занемочь
занемочьсов ἀσθενώ, ἀρρωσταίνω, πέφτω ἄρρωστος (στό κρεββάτι). -
6 захворать
захворатьсов разг ἀδιαθετώ, ἀρρωστώ, ἀσθενώ. -
7 поболеть
поболе||тьсов1. (о человеке) εἶμαι ἄρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενω (λίγο καιρό):\поболетьл около недели ήταν ἄρρωστος ἐπί μιά σχεδόν ἐβδομάδα·2. (о голове, зубе и т. п.) πονώ:зуб \поболетьл и перестал τό δόντι πόνεσε καί ξεπόνεσε. -
8 болеть
болеть 1-ею, -еешь, ρ.δ.1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•
она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.
2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.
εκφρ.болеть душой ή сердцем – βλ. 2 σημ.болеть 2-ит, ρ.δ.(για μέλος του σώματος) πονώ•нога -ит το πόδι πονά•
зубы -ят τα δόντια πονούν.
εκφρ.душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι). -
9 заболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ. || μου πονά, έχω πόνο•у меня -ела голова μου πόνεσε το κεφάλι.
2. αρχίζω ν’ αρρωσταίνω. -
10 переболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ•переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.
|| μτφ. υποφέρω, πονώ.2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.
εκφρ.переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).-йтρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.εκφρ.душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. -
11 перехворать
ρ.σ.1. αδιαθετώ, είμαι ανήμπορος. ασθενώ, είμαι άρρωστος.2. περνώ όλες τις αρρώστειες•перехворать все детские болезни περνώ όλες τις παιδικές αρρώστειες.
-
12 поболеть
-
13 разболеться
ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ•я совсем -лся αρρώστησα βαριά.
-йтсяρ.σ.πονά (για μέλος του σώματος)•от слез голова -лась από τα δάκρυα μου πόνεσε το κεφάλι•
у брата -лись зубы τον αδερφό μου τον πόνεσαν τα δόντια.
-
14 хворать
См. также в других словарях:
ασθενώ — ασθενώ, ασθένησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασθενώ — (I) (AM ἀσθενῶ, έω) [ασθενής] 1. είμαι ασθενικός, αδύνατος 2. είμαι άρρωστος αρχ. 1. είμαι άπορος 2. (για την ημέρα) γέρνω, τελειώνω («ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν», ΠΔ). (II) ἀσθενῶ ( όω) (Α) [ασθενής] εξασθενώ κάποιον, τον κάνω ανίσχυρο … Dictionary of Greek
ασθενώ — ησα, αρρωστώ: Ασθένησε σοβαρά και τον πήγαν στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθενῶ — ἀσθενέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσθενέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀσθενόω weaken pres subj act 1st sg ἀσθενόω weaken pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀσθενῶ — ἀσθενῶ , ἀσθενέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσθενῶ , ἀσθενέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀσθενῶ , ἀσθενόω weaken pres subj act 1st sg ἀσθενῶ , ἀσθενόω weaken pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek
υπασθενώ — έω, Α [ἀσθενῶ] αρχίζω να ασθενώ, είμαι κάπως άρρωστος … Dictionary of Greek
αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
ασθένημα — ἀσθένημα, το (Α) [ασθενώ (Ι)] η αδυναμία, η ασθενική κατάσταση … Dictionary of Greek
ασθένωσις — ἀσθένωσις, η (Α) [ασθενώ (II)] η αδυναμία ή η τάση για ασθένεια … Dictionary of Greek