Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ασθενώ

См. также в других словарях:

  • ασθενώ — ασθενώ, ασθένησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασθενώ — (I) (AM ἀσθενῶ, έω) [ασθενής] 1. είμαι ασθενικός, αδύνατος 2. είμαι άρρωστος αρχ. 1. είμαι άπορος 2. (για την ημέρα) γέρνω, τελειώνω («ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν», ΠΔ). (II) ἀσθενῶ ( όω) (Α) [ασθενής] εξασθενώ κάποιον, τον κάνω ανίσχυρο …   Dictionary of Greek

  • ασθενώ — ησα, αρρωστώ: Ασθένησε σοβαρά και τον πήγαν στο νοσοκομείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσθενῶ — ἀσθενέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσθενέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀσθενόω weaken pres subj act 1st sg ἀσθενόω weaken pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀσθενῶ — ἀσθενῶ , ἀσθενέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσθενῶ , ἀσθενέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀσθενῶ , ἀσθενόω weaken pres subj act 1st sg ἀσθενῶ , ἀσθενόω weaken pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… …   Dictionary of Greek

  • υπασθενώ — έω, Α [ἀσθενῶ] αρχίζω να ασθενώ, είμαι κάπως άρρωστος …   Dictionary of Greek

  • αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • ασθένημα — ἀσθένημα, το (Α) [ασθενώ (Ι)] η αδυναμία, η ασθενική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ασθένωσις — ἀσθένωσις, η (Α) [ασθενώ (II)] η αδυναμία ή η τάση για ασθένεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»