Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αρχισυντάκτης

  • 1 редактор

    редактор м о συντάκτης, о επιμελητής· главный \редактор о αρχισυντάκτης
    * * *
    м
    ο συντάκτης, ο επιμελητής

    гла́вный реда́ктор — ο αρχισυντάκτης

    Русско-греческий словарь > редактор

  • 2 главный

    гла́вн||ый
    прил
    1. κύριος, κυριώτερος, γενικός, σπουδαιότερος/ βασικός (основной):
    \главный город ἡ κυριώτερη πόλη, ἡ πρωτεύουσα· \главный штаб τό γενικόν ἐπιτε-λεῖον \главныйое управление ἡ γενική διεύθυν-σις· \главныйое предложение грам. ἡ κυρία πρόταση [-ις]·
    2. (старший) γενικός:
    \главный бухгалтер ὁ γενικός λογιστής, ὁ ἀρχιλογιστής· \главный инженер ὁ ἀρχιμηχανικός· \главный врач ὁ ἀρχίατρος· \главный редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ◊ \главныйым образом βασικά, κυρίως. Ιδίως, πρό πάντων.

    Русско-новогреческий словарь > главный

  • 3 редактор

    редактор
    м ὁ συντάκτης:
    главный \редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ответственный \редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης.

    Русско-новогреческий словарь > редактор

  • 4 главный

    επ.
    κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•

    -ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•

    -ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•

    это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.

    || γενικός•

    -ая квартира το γενικό στρατηγείο•

    главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•

    главный врач ο αρχίατρος•

    главный редактор αρχισυντάκτης.

    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•
    - ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•
    - ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•
    - ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες.

    Большой русско-греческий словарь > главный

  • 5 редактор

    α.
    συντάκτης•

    редактор газеты συντάκτης εφημερίδας•

    главный редактор ο αρχισυντάκτης•

    ответственный редактор υπεύθυνος της σύνταξης.

    Большой русско-греческий словарь > редактор

  • 6 секретарь

    α. -рша, -и θ.
    1. ο, η γραμματέας, γραμματικός•

    личный секретарь ο ιδιαίτερος γραμματέας.

    || πρακτ ικογράφος•

    секретарь суда πρακτ ικογράφος του δικαστηρίου.

    2. εκλεγμένος καθοδηγητής•

    секретарь партийного бюро γραμματέας του κομματικού γραφείου.

    3. ο επικεφαλής•

    редакции газеты ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας.

    εκφρ.
    государственный секретарь – υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ•
    учёный секретарь – γραμματέας επιστημονικού ιδρύματος.

    Большой русско-греческий словарь > секретарь

См. также в других словарях:

  • αρχισυντάκτης, ο — και χτης, ο ο επικεφαλής των συντακτών μιας εφημερίδας ή περιοδικού: Ήταν αρχισυντάκτης σε μια μεγάλη πρωινή εφημερίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχισυντάκτης — ο (θηλ. τάκτις [ ιδος] και τάκρια, η) ο προϊστάμενος στη σύνταξη εφημερίδας, περιοδικού, δελτίου κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + συντάκτης (πρβλ. γαλλ. redacteur en chef. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • Καψής, Γιάννης — (Αθήνα 1929 –). Πολιτικός και δημοσιογράφος. Γιος του γνωστού δημοσιογράφου της Σμύρνης Παντελή Καψή, σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, το 1946. Ως φοιτητής… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλεξάνδρου, Κωνσταντίνος — (1891 – 1978). Έλληνας δημοσιογράφος από την Αργαλαστή Βόλου. Σπούδασε ιατρική, αλλά από το 1915 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε ως συντάκτης, χρονογράφος, αρχισυντάκτης και διευθυντής με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδης, Θεοδόσης — Κύπριος ποιητής (Κύπρος 1908 Βουκουρέστι 1968). Γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εγκαταστημένους μόνιμα στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της ελληνικής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου και από το εκεί Γαλλικό Λύκειο. Tο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • Ταγκόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων λογοτεχνών. 1. Δημήτριος (Ύδρα 1867 – Αθήνα 1926). Από νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ιατρική της οποίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας (1890). Tην άσκησε μάλιστα ως επάγγελμα για ένα μικρό διάστημα στους… …   Dictionary of Greek

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… …   Dictionary of Greek

  • Αγγελομμάτης, Χρήστος — (1903 – 1979).Δημοσιογράφος και συγγραφέας, από τη Σμύρνη. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Υπήρξε αρχισυντάκτης των εφημερίδων Σκριπ, Ακρόπολις, Νέα Ημέρα, Νέα Ελλάς, Εστία,συνεργάτης της εφημερίδας Μακεδονία.Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο… …   Dictionary of Greek

  • Αμπελάς, Τιμολέων — (1850 – 1926). Δικαστικός και λογοτέχνης. Μεγάλωσε στη Σύρο και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Στη συνέχεια, μετά από μικρή παραμονή στη Σύρο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνέχισε τη δικηγορική και λογοτεχνική του δραστηριότητα. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Άμπελσον, Φίλιπ Χογκ — (Philip Hauge Abelson, 1913 –). Αμερικανός φυσικός. Το 1940, μαζί με τον Έντουιν Μάτισον ΜακΜίλαν κατόρθωσε να απομονώσει το στοιχείο νεπτούνιο (ποσειδώνιο), βομβαρδίζοντας με νετρόνια στοιχεία ουρανίου 238. Από το 1962 έως το 1984 διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»