-
1 фельдшер
-
2 фельдшер
ο αρχινοσοκόμοςο βοηθός του ιατρούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фельдшер
-
3 фельдшер
фельдшерм ὁ ἀρχινοσοκόμος, ὁ βοηθός γιατροῦ. -
4 фельдшер
[φιέλ’ντσυρ] ουσ. α. αρχινοσοκόμος -
5 фельдшер
[φιέλ’ντσυρ] ουσ α αρχινοσοκόμος -
6 фельдшер
-а α.αρχινοσοκόμος.
См. также в других словарях:
αρχινοσοκόμος — ο θηλ. α ο προϊστάμενος των νοσοκόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)