-
1 αρχίζω
1. μετ. начинать, приступать (к чему-л.);§ αρχίζω τα δικά μου — браться за своё;
άρχισε τα δικά του он опять (взялся) за своё;αρχίζω κάποιον στο ξύλο (στα χαστούκια) — начинать избивать кого-л.;
2. αμετ. начинаться, иметь начало -
2 αρχίζω
[архизо] ρ начинать. -
3 αρχεύω
см. αρχίζω -
4 αρχινάω
см. αρχίζω -
5 αρχινίζω
см. αρχίζω -
6 αρχινώ
-
7 βιολί(ον)
τό1) скрипка; 2) πλ. оркестр народных инструментов;ήρθαν τα βιολιά — пришли музыканты;
3) настаивание на своём, на своих привычках;§ то ίδιο βιολί(ον) βαστώ — дудеть в одну дуду, твердить одно и то же;
αρχίζω το ίδιο βιολί(ον) — опять начинать то же самое
-
8 βιολί(ον)
τό1) скрипка; 2) πλ. оркестр народных инструментов;ήρθαν τα βιολιά — пришли музыканты;
3) настаивание на своём, на своих привычках;§ то ίδιο βιολί(ον) βαστώ — дудеть в одну дуду, твердить одно и то же;
αρχίζω το ίδιο βιολί(ον) — опять начинать то же самое
-
9 γνωριμία
γνωριμιά η1) знакомство;τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;
έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;
έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;
κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;
2) ознакомление -
10 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
-
11 εκτέλεση
[-ις (-εως)] η1) выполнение, исполнение, осуществление; совершение;εκτέλεση διαταγής (υπόσχεσης, χρέους) — выполнение приказа (обещания, долга);
εκτέλεση εγκλήματος — совершение преступления;
βάζω ( — или θέτω) σε εκτέλεση — приводить в исполнение;
αρχίζω εκτέλεση — приступать к исполнению;
2) муз. исполнение;σε εκτέλεση κανενός — в чьём-л. исполнении;
3) расстрел, казнь;εκτέλεση καταδίκου — или θανατική εκτέλεση — смертная казнь
-
12 λιγοστεύω
μετ., αμετ.1) уменьшать(ся); сокращать(ся); урезывать(ся); 2) убавлять(ся); убывать;αρχίζω να λιγοστεύω — идти на убыль
-
13 ξεφωνητό
τό1) громкий крик, вопль; 2) πλ. вопли, громкие рыдания;βάλλω ( — или αρχίζω) τα ξεφωνητά — начать громко рыдать; — голосить
-
14 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση -
15 συζήτηση
[-ις (-εως)] η1) беседа, разговор;πιάνω συζήτηση — завязывать беседу, разговор;
κάνω συζήτηση — а) беседовать; — б) вести диспут;
2) обсуждение; прения, дискуссия; дебаты, спор, диспут;αρχίζω συζήτηση — затевать спор;
γίνεται συζήτηση — идёт обсуждение, обсуждается...;
συζήτηση επ' ακροατηρίω юр. — публичное слушание дела;
3) разговоры, болтовня;§ οϋτε ( — или χωρίς) συζήτηση — безусловно, спору нет, без разговора
-
16 νηστεία
νηστεία η1) голод, недоедание, воздержание от пищи;2) пост:εβδομαδιαίες νηστείες (της Τετάρτης και της Παρασκευής) постные дни в течение недели (Среда и Пятница)
προαιρετική νηστεία — добровольный (подготовительный) пост перед принятием Тела и Крови Спасителя
κάνω / αρχίζω / διακόπτω τη νηστεία — держать / начинать / прекращать пост;
ΦΡ.Κυριακές των Νηστειών οι Воскресенья Великого Поста, то есть пять Воскресных дней перед Вербным Воскресеньем, когда служится Божественная Литургия святого Василия ВеликогоЭтим.< νήστης «голодный» < νη + εσθίω «не ем»*
См. также в других словарях:
αρχίζω — και αρχινώ και αρχεύω άρχισα, αρχίνησα και άρχεψα, αρχίστηκα, αρχισμένος και αρχινημένος 1. μτβ., κάνω αρχή κάποιας πράξης, βάζω εμπρός: Συνήθως τέτοιαν ώρα αρχίζω τη δουλειά μου. 2. αμτβ., βρίσκομαι στην αρχή: Όπου να ναι, αρχίζει ο χειμώνας.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχίζω — αρχίζω, άρχισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. αρχίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρχίζω — και αρχινώ ( άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [ άω] και ἀρχινίζω) 1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος») 2. κάνω αρχή έργου ή πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
ενάρχομαι — ἐνάρχομαι (Α) αρχίζω κάτι, κάνω έναρξη αρχ. 1. αρχίζω να μιλώ («τοῡ Λουκρητίου μέλλοντος ἐνάρχεσθαι», Πλούτ.) 2. αρχίζω τη θυσία (παίρνω το κριθάρι από το δοχείο) («κανᾱ δ ἐναρχέσθω τις», Ευριπ.) … Dictionary of Greek
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
κατάρχω — (AM κατάρχω) (ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ. β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.) μσν. αρχ. εξουσιάζω, κυβερνώ αρχ. 1. οδηγώ, δείχνω τον… … Dictionary of Greek