-
1 мужской
мужской 1) ανδρικός" \мужской зал το κουρείο 2) (пол, род) αρσενικός* * *1) ανδρικόςмужско́й зал — το κουρείο
2) (пол, род) αρσενικός -
2 самец
-
3 masculine
['mæskjulin]1) (of the male sex: masculine qualities.) αρσενικός,ανδρικός,αρρενωπός2) (in certain languages, of one of usually two or three genders of nouns etc: Is the French word for `door' masculine or feminine?) αρσενικός,αρσενικού γένους• -
4 самец
ο αρσενικός, ο άρρην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самец
-
5 мужскби
мужск||би́прил ἀνδρικός, ἄρρην, ἀρσενικός:\мужскби пол τό ἀνδρικό φΰλον \мужскби костюм τό ἀνδρικό κοστούμι· \мужскбиое общество ἄντρες· \мужскби род грам. τό ἀρσε-νικόν γένος. -
6 самец
самецм ὁ ἀρσενικός, ὁ ἄρρην. -
7 dog
[doɡ] 1. noun(a domestic, meat-eating animal related to the wolf and fox.) σκύλος2. adjective((usually of members of the dog family) male: a dog-fox.) αρσενικός3. verb(to follow closely as a dog does: She dogged his footsteps.) ακολουθώ παντού- dogged- doggedly
- doggedness
- dog-biscuit
- dog collar
- dog-eared
- dog-tired
- a dog's life
- go to the dogs
- in the doghouse
- not a dog's chance -
8 he
-
9 he-
(male: a he-goat.) αρσενικός -
10 мужской
[μουσκόϊ] εκ. ανδρικός, αρσενικός -
11 самец
[σαμιέτς] ουσ. α αρσενικός -
12 мужской
[μουσκόϊ] επ ανδρικός, αρσενικός -
13 самец
[σαμιέτς] ουσ α αρσενικός -
14 мужчина
-ы α. άντρας•красивый мужчина όμορφος άντρας.
|| ενήλικος. || αρσενικός, άρρην. -
15 bonhomme
1) ανθρωπάκι2) τύπος3) αγοράκι4) πιτσιρίκος5) αρσενικός -
16 masculin
1) αρσενικός2) ανδρικός -
17 mužský
1) άνδρας2) ανδρικός3) άνθρωπος4) αρσενικός -
18 male
1) ανδρικός2) αρσενικός -
19 męski
1) ανδρικός2) αρσενικός
См. также в других словарях:
αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρσενικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενικός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος (Χασιά Αττικής 1790 – Καπανδρίτι 1825). Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετείχε σε πολλές συμπλοκές έξω από την Αθήνα, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκε. 2. Θωμάς. Ήταν γιος του προηγούμενου. Στάλθηκε… … Dictionary of Greek
ἀρσενικαῖς — ἀρσενικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικαί — ἀρσενικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικοί — ἀρσενικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικούς — ἀρσενικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῆς — ἀρσενικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῇ — ἀρσενικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενική — ἀρσενικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικήν — ἀρσενικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)