-
1 αρσενικός
[арсэникос] εκ. мужской, мужественный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρσενικός
-
2 мужской
мужской 1) ανδρικός" \мужской зал το κουρείο 2) (пол, род) αρσενικός* * *1) ανδρικόςмужско́й зал — το κουρείο
2) (пол, род) αρσενικός -
3 самец
-
4 самец
ο αρσενικός, ο άρρην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самец
-
5 мужскби
мужск||би́прил ἀνδρικός, ἄρρην, ἀρσενικός:\мужскби пол τό ἀνδρικό φΰλον \мужскби костюм τό ἀνδρικό κοστούμι· \мужскбиое общество ἄντρες· \мужскби род грам. τό ἀρσε-νικόν γένος. -
6 самец
самецм ὁ ἀρσενικός, ὁ ἄρρην. -
7 мужской
[μουσκόϊ] εκ. ανδρικός, αρσενικός -
8 самец
[σαμιέτς] ουσ. α αρσενικός -
9 мужской
[μουσκόϊ] επ ανδρικός, αρσενικός -
10 самец
[σαμιέτς] ουσ α αρσενικός -
11 мужчина
-ы α. άντρας•красивый мужчина όμορφος άντρας.
|| ενήλικος. || αρσενικός, άρρην.
См. также в других словарях:
αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρσενικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενικός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος (Χασιά Αττικής 1790 – Καπανδρίτι 1825). Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετείχε σε πολλές συμπλοκές έξω από την Αθήνα, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκε. 2. Θωμάς. Ήταν γιος του προηγούμενου. Στάλθηκε… … Dictionary of Greek
ἀρσενικαῖς — ἀρσενικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικαί — ἀρσενικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικοί — ἀρσενικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικούς — ἀρσενικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῆς — ἀρσενικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῇ — ἀρσενικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενική — ἀρσενικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικήν — ἀρσενικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)