Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αρσενική

См. также в других словарях:

  • ἀρσενικῇ — ἀρσενικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενική — ἀρσενικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμα — (dama dama).Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Το σώμα της, ευκίνητο και κομψό, έχει μήκος 1,50 μ., ύψος στο ακρώμιο 0,80 1,10 μ. και ζυγίζει περίπου 85 κιλά. Το καλοκαίρι το τρίχωμα είναι κοντό, πυρόξανθο στις πλευρές και στη …   Dictionary of Greek

  • αλέπακας — ο 1. αρσενική αλεπού 2. ορνιθοκλέφτης, κλεφτοκοτάς …   Dictionary of Greek

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • γεροντογράδιο — γεροντογρᾴδιο, το (Α) (κωμική λέξη) γεροντόγρια, «αρσενική γριά» (Αριστοφάνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + γρᾴδιο «γριά»] …   Dictionary of Greek

  • ερινάς — ἐρινάς, ἡ (Α) [ερινεός] 1. αγριοσυκιά, ερινεός 2. αρσενική συκιά …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμέτωση — η ο σχηματισμός δύο διαφορετικών κατηγοριών γαμετών, άλλων με πολικότητα αρσενική και άλλων με πολικότητα θηλυκή …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»