Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρπαχτικός

См. также в других словарях:

  • αρπακτικός — αρπακτικός, ή, ό και αρπαχτικός, ή, ό 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αρπάζει: Και το βλέμμα του ακόμη έδειχνε τις αρπακτικές του διαθέσεις. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρπακτικά τάξη σαρκοφάγων πουλιών (αϊτός, γεράκι κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»