-
1 захватнический
захватнический αρπαχτικός \захватническийая война о αρπαχτικός πόλεμος* * *захва́тническая война́ — ο αρπαχτικός πόλεμος
-
2 хищный
-
3 волчий
-ья, -ье, επ.1. λυκίσιος, του λύκου•-ья шкура λυκίσιο δέρμα•
-ья стая κοπάδι λύκων.
2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•-ьи законы σκληροί νόμοι.
εκφρ.волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•- ья пасть – λυκόστομα•волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•- чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια. -
4 грабительский
επ.ληστρικός, αρπαχτικός. -
5 захватнический
επ.αρπαχτικός, καταχτητικός•-ие войны καταχτητικοί πόλεμοι•
-ая политика αρπαχτική πολιτική.
-
6 ястребиный
επ.του γερακιού• γερακίσιος•-клюв το ράμφος του γερακιού•
-ое гнездо η γερακοφωλιά.
|| γερακοειδής, γαμψός. ястребиный нос γαμψή μύτη. || μτφ. αρπαχτικός, άγριος, βλοσυρός•ястребиный взор (взгляд) γερακίσιο βλέμμα.
См. также в других словарях:
αρπακτικός — αρπακτικός, ή, ό και αρπαχτικός, ή, ό 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αρπάζει: Και το βλέμμα του ακόμη έδειχνε τις αρπακτικές του διαθέσεις. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρπακτικά τάξη σαρκοφάγων πουλιών (αϊτός, γεράκι κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)