-
1 отказаться
не откажу́сь — δε λέγω όχι
-
2 отказать
отказать 1-кажу, скажешьρ.σ.1. αρνούμαι• απορρίπτω•отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.
|| (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.
2. στερώ•природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•
отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.
|| δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.
3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.
4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•
глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•
голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).
εκφρ.не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.1. αρνούμαι•отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.
2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•
отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•
отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.
|| εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•
отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•
отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•
отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.
3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).εκφρ.не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.отказать 2-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ. -
3 отказаться
отказать||сяἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι, παραιτοῦμαι:\отказатьсяся от поездки παραιτούμαι ἀπ' τό ταξίδι· \отказатьсяся от участия в чем-л. ἀρνούμαι νά συμμετάσχω σέ κάτι· \отказатьсяся от должности παραιτοῦμαι ἀπό τήν θέση· \отказатьсяся от своих убеждений ἀρνοῦμαι τίς πεποιθήσεις μου· \отказатьсяся от своих слов ἀρνούμαι τά λόγια μου· ◊ я не отказался бы... ἐγώ δέν θά ἔλεγα ὄχι...· я отказываюсь верить этому ἀρνοῦμαι νά τό πιστέψω. -
4 отрицать
ρ.δ.μ.1. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι•отрицать свою вину αρνούμαι το σφάλμα μου•
отрицать своё участие в деле αρνούμαι τη συμμετοχή μου στην υπόθεση.
2. αποποιούμαι, απορρίπτω.παλ. αρνούμαι. -
5 отказать
отказать, отказывать αρνιέμαι, αρνούμαι* не откажите в любезности... έχετε την καλοσύνη να... \отказаться αρνούμαι·не откажусь δε λέγω όχι* * *= отказыватьαρνιέμαι, αρνούμαιне откажи́те в любе́зности... — έχετε την καλοσύνη να...
-
6 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
7 категорически
категорически κατηγορηματικά \категорически отказываться (заявлять) αρνούμαι ( δηλώνω) κατηγορηματικά* * *категори́чески отка́зываться (заявля́ть) — αρνούμαι (δηλώνω) κατηγορηματικά
-
8 отрицать
-
9 отрицать
отрица||тьнесов в разн. знач. ἀρνοῦμαι:\отрицатьть виновность ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή. -
10 отговорить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отговоренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ.αποτρέπω, μεταπείθω, συμβουλεύω, συνιστώ να μην πράξει κάτι.αρνούμαι, δικαιολογούμαι, προφασίζομαι• προσποιούμαι•меня пригласили на бал, но я -лся με κάλεσαν στο χορό, όμως εγώ δικαιολογήθηκα•
отговорить от поручения αρνούμαι (δε δέχομαι) την παραγγελία•
незнанием закона отговорить нельзя δεν μπορείς να ισχυριστείς άγνοια νόμου•
отговорить болезнью προφασίζομαι ασθένεια, κάνω τον άρρωστο.
-
11 отречься
-екусь, -ечшься, -екутся παρλθ. χρ. отркся, отреклась, -лосьρ.σ. αρνούμαι, αρνιέμαι• αποποιούμαι, αποστέργω•отречься от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.
|| απαρνούμαι•они -клись от револиции αυτοί απαρνήθηκαν την επανάσταση•
отречься от своего мнения απαρνούμαι τη γνώμη μου.
|| παραιτούμαι•от престола παραιτούμαι από το θρόνο.
-
12 отступить
-уйлю, -упишь,επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.
2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).
3. κάμπτομαι• λυγίζω•отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•
отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•
отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.
|| παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•
отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•
-от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.
4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•от правила παραβαίνω τον κανόνα•
отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
5. αρχίζω με νέα παράγραφο.1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ. -
13 отказать
1. (ответить отрицательно) αρνούμαι 2. (перестать действовать вследствие неисправности) σταματώ (λόγω βλάβης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отказать
-
14 отрицать
1. (не соглашаться) αρνούμαι 2. (опровергать) απορρίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрицать
-
15 вина
вин||аж1. τό σφάλμα, τό φταίξιμο, ἡ ὑπαιτιότητα, ἡ ἐνοχή:ставить кому́-л. в \винау́ θεωρώ κάποιον ὑπαίτιο (или ὑπεύθυνο, ἐνοχο) γιά κάτι· сваливать \винау́ на кого́-либо ρίχνω τό σφάλμα σέ κάποιον· отрицать свою \винау ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· признавать свой \винау́ ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· это не по моей \винае γι· αὐτό δέν φταίω ἐγώ, δέν εἶναι σφάλμα μου·2. (причина, источник) ἡ αίτία, τό ἀΐτιο[ν], ἡ ἀφορμή. -
16 запираться
запираться Iнесов κλειδώνομαι.запираться IIнесов (не сознаваться) ἀρνούμαι, δέν παραδέχομαι. -
17 отказ
отказм1. ἡ ἄρνηση [-ις]:получать \отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· отвечать решительным \отказом ἀρνοῦμαι κατηγορηματικά·2. (от чего-л.) ἡ παραίτηση, ή -
18 отказать
отказатьсов, отказывать несов1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:\отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·2. (о механизме и т. п.) σταματώ·3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία). -
19 отпираться
отпираться Iнесов (открываться) ἀνοίγω, ἀνοίγομαι.отпираться IIнесов (отказываться от чего-л.) разг ἀρνιέμαι, ἀρνοῦμαι:\отпираться от своих слов ἀρνιέμαι τά λόγια μου. -
20 отрекаться
отрекатьсянесов1. (от чего-л.) ἀπαρνούμαι) ἀρνοῦμαι / ἀποστατώ (т.к. от убеждений, веры и т. п.)/ ἀποποιούμαι, παραιτούμαι (от права на что-л., от престола)·2. (от кого-л.) ἀπαρνούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρνούμαι — αρνούμαι, αρνήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. αρνιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρνούμαι — και αρνιέμαι και αρνιούμαι ήθηκα ή ίστηκα 1. δεν παραδέχομαι την ύπαρξη ή την αλήθεια κάποιου, αποκρούω, απορρίπτω: Αρνιέται την ύπαρξη μεταθανάτιας προσωπικής ζωής. 2. απαρνιέμαι, εγκαταλείπω: Αρνήθηκε τους γονιούς του και τον τόπο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἀρνοῦμαι — ἀρνέομαι deny pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… … Dictionary of Greek
απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι … Dictionary of Greek
εξόμνυμι — ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) [όμνυμι] 1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο 2. αρνούμαι κάτι με όρκο 3. απαρνούμαι, αποκηρύττω αρχ. 1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία 2. απορρίπτω με περιφρόνηση … Dictionary of Greek
παραπολέγω — Α αρνούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπολέγω «απαγορεύω αρνούμαι»] … Dictionary of Greek
προαπόφημι — Α αρνούμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπόφημι «διακηρύσσω, αρνούμαι»] … Dictionary of Greek
προσαπόφημι — Μ αρνούμαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπόφημι «αρνούμαι»] … Dictionary of Greek
συνανανεύω — ΜΑ αρνούμαι κι εγώ όπως και κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνανεύω «νεύω αρνητικά, αρνούμαι»] … Dictionary of Greek