-
1 αρμόδιος
[армодиос] εκ. / ουσ. подходящий, компетентный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρμόδιος
-
2 авторитетный
авторитетный αυθεντικός, με κύρος; αρμόδιος (компе тентный)* * *αυθεντικός, με κύρος; αρμόδιος ( компетентный) -
3 компетентность
η (επαγγελματική) επάρκειαη αρμοδιότητα-ый αρμόδιος, επαρκήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > компетентность
-
4 правомочность
юр. η πληρεξουσιότητα, το πληρεξούσιο, η εξουσιοδότηση, η αρμοδιότητα-ый πληρεξούσιος, εξουσιοδοτημένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > правомочность
-
5 работник
ο εργαζόμενος, ο υπάλληλοςτο στέλεχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > работник
-
6 специалист
ο ειδικ/όςο επαγγελματίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специалист
-
7 авторитетный
авторитет||ныйприл αὐθεντικός, μέ κῦρος (пользующийся авторитетом)/ ἀρμόδιος (компетентный)/ αὐταρχικός (не допускающий возражений). -
8 квалифицированный
квалифи||ци́рованный1. прич. от квалифицировать·2. прил ἀρμόδιος, εἰδικευμένος. -
9 компетентный
компетен||тныйприл ἀρμόδιος. -
10 правомочный
правомоч||ныйприл ἀρμόδιος, ἐξουσιοδοτημένος:я не \правомочныйен это сделать εἶμαι ἀναρμόδιος νά τό κάνω αὐτό. -
11 уместный
уместныйприл εὐθετος, ἀρμόδιος, κατάλληλος:\уместный вопрос ἡ κατάλληλη ἐρώτηση, ἐρώτηση πού ἔχει τή θέση της. -
12 квалифицированный
[κβαλιφιτσυραβαννυΐ] εκ. αρμόδιος -
13 компетентный
[καμπιτιέντνυϊ] εκ. αρμόδιος -
14 квалифицированный
[κβαλιφιτσυραβαννυϊ] επ αρμόδιος -
15 компетентный
[καμπιτιέντνυϊ] επ αρμόδιος -
16 компетентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно; (γραπ. λόγος) αρμόδιος. -
17 малокомпетентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноλίγο αρμόδιος, μη πλήρους αρμοδιότητας. -
18 назначенец
-нца α. ο υπεύθυνος (αρμόδιος) διορισμών. -
19 правомочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноεξουσιοδοτημένος• πληρεξούσιος αρμόδιος.
См. также в других словарях:
Ἀρμόδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμόδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμόδιος — fitting together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόδιος — α, ο (AM ἁρμόδιος, ία, ιον) ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα αρχ. ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ , αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)] … Dictionary of Greek
Αρμόδιος — ο κύρ. όνομα. Ο δεύτερος τυραννοκτόνος (ο άλλος ήταν ο Αριστογείτονας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρμόδιος — α, ο κατάλληλος, αυτός που από τη θέση του ή την ικανότητά του έχει το δικαίωμα ή το καθήκον να κρίνει ή να ενεργεί σε κάποιο ζήτημα: Ταλαιπωρηθήκαμε, ώσπου να βρούμε τον αρμόδιο για την υπόθεσή μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… … Dictionary of Greek
Χαμουδόπουλος, Αρμόδιος — (1861 – 1924). Νομομαθής που καταγόταν από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών του στην Ευαγγελική Σχολή, γράφτηκε στη Nομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1885. Από τότε άσκησε το δικηγορικό… … Dictionary of Greek
ἁρμοδιώτερον — ἁρμόδιος fitting together adverbial comp ἁρμόδιος fitting together masc acc comp sg ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδιωτάτων — ἁρμόδιος fitting together fem gen superl pl ἁρμόδιος fitting together masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδιώτατα — ἁρμόδιος fitting together adverbial superl ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)