-
121 число
[τσισλό] ουσ ο αριθμός -
122 восемнадцать
-иδεκαοχτώ• ο αριθμός 18. -
123 восемь
-сьми, οργν. восемью οχτώ• ο αριθμός 8. -
124 восемьдесят
восьмидесяти, οργν. восемьюдесятью ογδόντα, ογδοήκοντα• ο αριθμός 80. -
125 восемьсот
восьмисот, восьмистам,восемьюстами, о восьмистах οχτακόσια• ο αριθμός 800. -
126 восьмеричный
επ.«И» восьмеричое παλ. «η» όγδοο (σέ αντίθεση από το «ι» десятиричного δέκατο κατά την αλφαβητική σειρά). || ο αριθμός 8. -
127 восьмёрка
-и θ.1. ο αριθμός 8. || οχτάδα.2. (χαρτπ.) το οχτάρι.3. βάρκα όχτάκωπη. -
128 выходной
επ.1. της εξόδου•-ая дверь θύρα εξόδου• -όθ•
отверстие οπή διαφυγής ή εκροής.
2. γιορτινός, επίσημος•выходной костюм γιορτινό κοστούμι.
3. της αργίας•выходной день μέρα αργίας.
4. ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία•она сегодня -ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έχει ρεπό.
εκφρ.- ое пособие – χρηματικό βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο•- ая роль – βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού•-ые сведения ή данные – στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.).
См. также в других словарях:
ἁριθμός — ἀριθμός , ἀριθμός number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμός — number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… … Dictionary of Greek
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που … Dictionary of Greek
φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… … Dictionary of Greek
περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 … Dictionary of Greek
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek