-
101 цифра
цифр||аж ὁ ἀριθμος, τό ψηφίο[ν]. -
102 четвертый
четверт||ыйчисл. порядк. τέταρτος:\четвертыйое сентября ἡ τετάρτη σεπτεμβρίου· \четвертыйая страница ἡ τετάρτη σελίδα· \четвертый час εἶναι τρεις περασμένες· \четвертыйая часть τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν]· \четвертый номер ὁ τέταρτος ἀριθμός. -
103 четный
четн||ыйприл ζυγός:\четныйое число́ ὁ ζυγός ἀριθμός. -
104 численность
чи́сленн||остьж ὁ ἀριθμός, ἡ ποσότη-τα [-ης]:\численность населения ὁ πληθυσμός· \численность армии ἡ δύναμη τοῦ στρατοῦ· \численностьостью в 300 человек воен. δύναμη 300 ἀνδρών. -
105 шифр
шифрм1. (условное письмо) ἡ σημειογραφία, ἡ κρυπτογραφία·2. (библиотечный и т. ἡ.) ἀριθμός καταλόγου. -
106 множественное
[*][число) [*][μνόζυστβιννοιε (τσισλό)][\*] (γραμ.) επ. πληθυνπκός (αριθμός) -
107 нечет
[νιέτσιτ] ουσ. α μονός αριθμός -
108 номер
[νόμιρ] ουσ. α αριθμός -
109 рождаемость
[ραζντάιμαστ'] ουσ. Θ. οι γεννήσεις, ο αριθμός των γεννήσεων -
110 цифра
[τσυφρα] ουσ. θ. αριθμός -
111 цифра
[τσυφρα] ουσ. θ. αριθμός -
112 численность
[τσίσλινναστ"] ουσ. θ. αριθμός -
113 число
[τσισλό] ουσ. ο. αριθμός -
114 множественное
[*][число)[*][μνόζυστβιννοιε (τσισλό)][\*] (γραμ) επ πληθυνπκός (αριθμός) -
115 нечет
[νιέτσιτ] ουσ α μονός αριθμός -
116 номер
[νόμιρ] ουσ α αριθμός -
117 рождаемость
[ραζντάιμαστ'] ουσ θ οι γεννήσεις, ο αριθμός των γεννήσεων -
118 цифра
[τσυφρα] ουσ θ αριθμός -
119 цифра
[τσυφρα] ουσ θ αριθμός -
120 численность
[τσίσλινναστ"] ουσ θ αριθμός
См. также в других словарях:
ἁριθμός — ἀριθμός , ἀριθμός number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμός — number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… … Dictionary of Greek
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που … Dictionary of Greek
φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… … Dictionary of Greek
περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 … Dictionary of Greek
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek