-
1 αργ(ε)ίτικος
η, ο аргосский -
2 αργ(ε)ίτικος
η, ο аргосский -
3 Αργιππαιοι
-
4 αργώ
(е) 1. αμετ.1) не работать, бездействовать;τό κατάστημα αργεί — магазин закрыт;
2) быть свободным, незанятым (о человеке);3) бездельничать, лодырничать, бить баклуши; 4) медлить, мешкать; запаздывать, опаздывать; б) не быть вспаханным, пустовать (о земле;) 2. μετ. задерживать; вызывать опоздание;αργεί να γράψει — он редко пишет;
μη με αργείτε — не задерживайте меня;
§ άργησα πολύ να σάς (1)δω я долго вас не видел;αργούμε να φτάσουμε στην κορυφή τού βουνού до вершины горы ещё далеко;να ξυπνήσω — поздно просыпаться;αργώ να κοιμηθώ — поздно ложиться спать;
δεν αργώ να σε διώξω — я не постесняюсь выгнать тебя;
όπου λαλούν πολλοί κοκόρρι αργεί να ξημερώσει посл. ≈ начальства много, а толку мало; у семи нянек дитя без глазу
См. также в других словарях:
Ärger, der — * Der Ärger, des s, plur. inus. ein nur in einigen, besonders Niedersächsischen Gegenden übliches Wort für Ärgerniß, Verdruß. Wenn er Den Menschen lebt zum Ärger und sich zur eignen Last, Dusch. Anm. Bey den Isländern, die manchen Wörtern gern… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Πωλώ — οῡς, ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. ώ θηλ. ονομάτων (πρβλ. Αργ ώ)] … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… … Dictionary of Greek
αργεννός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 240 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήθυμνας του νομού Λέσβου. * * * ἀργεννός, ή, όν (Α) λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αργεσ νός < θ. *αργεσ , παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής) … Dictionary of Greek
αργεστής — ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α) 1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου) 2. ο λευκός 3. (κύρ. όν.) Αργέστης ο βορειοδυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *αργεσ το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) και το… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
δαφνοστεφάνωτος — η, ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διορία — η (AM διορία, Α και διωρία) καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία μσν. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)·* + ορία < ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)·* + ωρία < ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί… … Dictionary of Greek
εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
μάχητα — και μάχιτα, η μάχη, έχθρα, διαμάχη 2. αγωνία, βάσανο («να πάψει και τών δυο η μάχητά τους», κυπρ. ερωτ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχη, κατά τα θηλ. σε ητα (πρβλ. άργ ητα, κάκ ητα)] … Dictionary of Greek