Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

απόδειξη

См. также в других словарях:

  • απόδειξη — η 1. το να αποδείχνει κανείς κάτι: Δεν υπάρχει απόδειξη για τον ισχυρισμό αυτό. 2. γραπτή ενυπόγραφη βεβαίωση για είσπραξη, πληρωμή, παράδοση κτλ.: Για τα χρήματα που πήρα έδωσα απόδειξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδείξῃ — ἀποδείξηι , ἀπόδειξις showing forth fem dat sg (epic) ἀποδείκνυμι point away from aor subj mid 2nd sg ἀποδείκνυμι point away from aor subj act 3rd sg ἀποδείκνυμι point away from fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • παράδειγμα — το, ΝΑ [παραδείκνυμι] 1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.) 2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλς, Άντριου Τζον — (Andrew John Wiles, Κέιμπριτζ 1953 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε το 1974 από το κολέγιο Μέρτον της Οξφόρδης και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1980 από το Κέιμπριτζ, για την εργασία του στις ελλειπτικές καμπύλες. Συνέχισε τις… …   Dictionary of Greek

  • Ντανς Σκότους, Τζον — (John Duns Scotus, Μάξτον, περ. 1265 – Κολονία 1308). Σκοτσέζος φιλόσοφος και θεολόγος. Μπήκε νεότατος στο τάγμα των Φραγκισκανών, σπούδασε αρχικά στην Οξφόρδη, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου ήταν ζωντανή η επιστημονική παράδοση του Βάκωνα, του… …   Dictionary of Greek

  • θεώρημα — (Μαθημ.). Πρόταση του τύπου: αν ισχύει Α, τότε θα ισχύει Β. Το Α χαρακτηρίζεται ως υπόθεση και το Β ως συμπέρασμα του θ. Η μετάβαση από την υπόθεση στο συμπέρασμα γίνεται με την απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται στην υπόθεση, σε άλλα (ενδεχομένως)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»