-
1 безобразный
безобразный 1) (некрасивый ) άσχημος 2) (возмутительньй) ανόητος, απρεπής* * *1) ( некрасивый) άσχημος2) ( возмутителъный) ανόητος, απρεπής -
2 невежливый
-
3 нетактичный
-
4 неблаговидный
неблаговидныйприл ἀσχημος, ἀπρεπής:\неблаговидный посту́пок ἡ ἀπρεπής πράξη. -
5 безобразный
безобраз||ныйприл1. (уродливый) ἀσχημος, δύσμορφος, ἀπαίσιος;2. (возмутительный) ἐπαίσχυντος, ἀπρεπής, ἀἰσχρός. -
6 бестактный
бестактн||ыйприл ἀγενής, ἀπρεπής, ἀτοπος. -
7 двусмысленный
двусмысленн||ыйприл1. (лишенный прямоты, уклончивый) διφορούμενος:\двусмысленныйый ответ ἡ διφορούμενη ἀπάντηση·2. (непристойный) ἀσεμνος, ἀπρεπής:\двусмысленныйая шутка ἀσεμνο ἀστείο. -
8 неблагородный
неблагородныйприл ἀγενής, ἀπρεπἡς, μικροπρεπής, χυδαίος:\неблагородный посту́пок ἡ ἀπρέπεια. -
9 невежливый
невежлив||ыйприл ἀγενής, ἀπρεπής:\невежливыйый ответ ἄπρεπη ἀπάντηση. -
10 неподобающий
неподобающийприл ἀνάρμοστος, ἄτοπος, ἀπρεπής. -
11 неприличный
неприли́ч||ныйприл ἀπρεπής, ἄσεμνος, ἄκοσ-μος, ἄσχημος. -
12 нетактичный
нетакти́чн||ыйприл ἀπρεπής, ἀνάρμοστος. -
13 скверный
скверн||ыйприл ἀπαίσιος, αίσχρός, ἀπρεπής:\скверный человек αίσχρός ἄνθρωπος· \скверныйая погода ὁ ἀπαίσιος καιρός, -
14 неблаговидный
[νιμπλαγκαβίντνυϊ] εκ. απρεπής -
15 невежливый
[νιβιέζλιβυϊ] επ. αγενής, απρεπής -
16 неподобающий
[νιπανταμπάγιουστσιΐ] εκ. ανάρμοστος, απρεπής -
17 неприличный
[νιπριλίτσνυΐ] εκ. απρεπής, άσεμνος -
18 неблаговидный
[νιμπλαγκαβίντνυϊ] επ απρεπής -
19 невежливый
[νιβιέζλιβυϊ] επ αγενής, απρεπής -
20 неподобающий
[νιπανταμπάγιουστσιϊ] επ ανάρμοστος, απρεπής
См. также в других словарях:
ἀπρεπής — unseemly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρεπής — ές κ. άπρεπος, η, ο (AM ἀπρεπής, ές) [πρέπω] ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές η απρέπεία … Dictionary of Greek
ἀπρεπῆ — ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπρεπής unseemly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπρεπής unseemly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπέστερον — ἀπρεπής unseemly adverbial comp ἀπρεπής unseemly masc acc comp sg ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπεστάτων — ἀπρεπής unseemly fem gen superl pl ἀπρεπής unseemly masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπεστέρων — ἀπρεπής unseemly fem gen comp pl ἀπρεπής unseemly masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπεῖ — ἀπρεπής unseemly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπρεπής unseemly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπεῖς — ἀπρεπής unseemly masc/fem acc pl ἀπρεπής unseemly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπές — ἀπρεπής unseemly masc/fem voc sg ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπέστατα — ἀπρεπής unseemly adverbial superl ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπέστατον — ἀπρεπής unseemly masc acc superl sg ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)