-
1 αποφεύγω
(αόρ. απέφυγα) μετ. прям., перен. избегать, уклоняться; ускользать;αποφεύγουμε να συναντηθούμε — избегать друг друга;
αποφεύγω ν' απαντήσω καθαρά — уклоняться, ускользать от прямого ответа;
αυτό δεν θα μπορέσει να το αποφύγει этого ему не миновать;τό χτύπημα (τη συζήτηση, τη συνάντηση) — уклоняться от удара (разговора, встречи);απέφυγε τον κίνδυνο он избежал опасности;τον αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι — он бегает от него, как чёрт от ладана