Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποτυχημένος

См. также в других словарях:

  • αποτυχαίνω — απότυχα, αποτυχημένος, αμτβ., δεν καταλήγω στο αποτέλεσμα που επιδιώκω: Απότυχε στις εξετάσεις κι είναι πολύ στενοχωρημένος. Η μτχ. παθ. πρκ., αποτυχημένος, η, ο χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο: Πίστευε πως ήταν ένας αποτυχημένος πατέρας κι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτυχαίνω — και αποτυγχάνω, απέτυχα και απότυχα, αποτυχημένος βλ. πίν. 148 Σημειώσεις: αποτυχαίνω : η μτχ. αποτυχημένος (→ αυτός που δεν έχει επιτύχει) χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… …   Dictionary of Greek

  • ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαντρειά — και κακοπαντριά, η 1. κακός, αποτυχημένος, αταίριαστος γάμος 2. παροιμ. «από την κακοπαντρειά κάλλια είναι η χηρειά» είναι προτιμότερο να μείνει κάποιος χήρος παρά να κακοπαντρευτεί …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • μαγκουφιά — η 1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος 2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος 3. κακομοιριά, κακοριζικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • Βάλντεμαρ — (Waldemar). Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. Β. Α’, ο επιλεγόμενος Μέγας (1131 1182). Βασιλιάς της Δανίας (1157 82). Ήταν γιος του αγίου Κανούτου Λαβάρντ και της Ρωσίδας πριγκίπισσας Ίνζεμποργκ. Σε ηλικία 16 ετών αναμείχτηκε στην υπόθεση της… …   Dictionary of Greek

  • Βύρων, λόρδος — (George Gordon Byron, Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα κλειστό περιβάλλον στο Αμπερντίν της Σκοτίας, εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιστ, Έβαλντ Κρίστιαν φον- — (Ewald Christian von Kleist, 1715 – 1759). Γερμανός ποιητής. Ο Κ. διακρίθηκε ως αξιωματικός στους πολέμους του Φρειδερίκου B’ και συνδέθηκε φιλικά με τον Λέσινγκ. Αργότερα, κάποιος αποτυχημένος ερωτικός δεσμός του άσκησε έντονη επίδραση στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»