-
1 αποστρατεύω
[апостратэво] р. увольнять из армии,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποστρατεύω
-
2 демобилизовать
-
3 уволить
ρ.σ.μ.1. απολύω, διώχνω• αποστρατεύω• αποβάλλω•уволить с работы απολύω από τη δουλειά•
уволить в запас αποστρατεύω•
уволить из школы αποβάλλω από το σχολείο.
2. απαλλάσσω•увольте меня от лишних хлопот απαλλάξτε με από τις περίσσιες φροντίδες.
απολύομαι-αποστρατεύομαι• αποβάλλομαι κλπ. ρ., ενεργ. φ. -
4 демобилизовать
демобилиз||оватьсов и несов ἀποστρατεύω. -
5 отставить
отстав||итьсов1. см. отставлять·2. (дать отставку) уст. ἀποτάσσω, ἀποστρατεύω, ἀπολύω, παύω τῆς ὑπηρεσίας·3. (команда) είς τόν καιρόν. -
6 увольнениеять
увольнение||ятьнесов1. ἀπολύω (тж. воен.), διώχνω ἀπό τή δουλειά, παύω τής ὑπηρεσίας/ ἀποστρατεύω (в отставку):\увольнениеятья́ть в отпуск χορηγώ ἄδεια· \увольнениеятьять с работы ἀπολύω ἀπό τή δουλειά·2. (избавлять) ἀπαλλάσσω:увольте меня от этого ἀπαλλάξετε με ἀπό αὐτό. -
7 демобилизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. демобилизованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.μ. αποστρατεύω.αποστρατεύομαι. -
8 запас
-а α.1. προμήθεια, εφεδρεία, εφόδια, ρεζέρβα•запас дров προμήθεια καυσόξυλων•
запас продовольствии προμήθεια τροφίμων•
запас боеприпасов εφεδρεία πολεμοφοδίων•
неприкос новенный запас προμήθειες ασφαλείας (ή ώρας ανάγκης)•
запас сырья απόθεμα πρώτων υλών•
запас знаний πολυμάθεια, πολυγνωσία, πλούτος γνώσεων•
запас слов πλούτος λέξεων•
в -е για εφεδρεία•
отложить про запас βάζω κατά μέρος (κρατώ για εφεδρεία).
2. (για ενδύματα) γύρισμα•выпустить запас βγάζω το γύρισμα (για φάρδεμα, μάκρεμα).
3. (στρατ.) εφεδρεία•офицер в -е έφεδρος αξιωματικός•
уволить в -е αποστρατεύω•
быть в -е είμαι σε εφεδρεία•
выйти в запас αποστρατεύομαι.
См. также в других словарях:
αποστρατεύω — αποστρατεύω, αποστράτευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… … Dictionary of Greek
αποστρατεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. απολύω εφεδρικές ηλικίες στρατιωτών: Η κυβέρνηση αποστράτευσε πέντε ηλικίες εφέδρων. 2. βάζω αξιωματικό σε αποστρατεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστράτευση — η 1. η απόλυση από τις τάξεις του στρατού 2. λήξη της επιστράτευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος] … Dictionary of Greek
αποστρατεία — η 1. η απομάκρυνση στρατιωτικού από την ενεργό υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. η απομάκρυνση ή η αποχή κάποιου από το επάγγελμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της… … Dictionary of Greek