Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποστρέφομαι

  • 1 отвернуться

    αποστρέφομαι, γυρίζω τη ράχη

    Русско-греческий словарь > отвернуться

  • 2 отвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεστρίβω, ζεσφίγγω•

    отвернуть гайку ξεστρίβω τη βίδα (ξεβιδώνω).

    || αντιστρέφω, αναστρέφω ανοίγω•

    отвернуть кран ανοίγω την κάνουλα•

    отвернуть замок у ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου.

    2. (απλ.) σπάζω• κόβω αποσπώ•

    отвернуть кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας.

    3. αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω.
    4. αποστρέφω•

    отвернуть лицо от зрелища αποστρέφω το πρόσωπο από το θέαμα.

    || αλλάζω κατεύθυνση, πορεία, στρίβω. || (για ποτάμι, δρόμο) στρίβω, κάνω στροφή.
    1. ξεστρίβω,.-ομαι, ξεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. || ανοίγω, -ομαι, ξεσφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι•

    кран -лся η κάνουλα άνοιξε.

    2. αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι.
    3. αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. || αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвернуть

  • 3 откачнуть

    ρ.σ.μ. κουνώ, κινώ μετακινώ. || μτφ. (απρόσ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω•

    его -ло от старых друзей αυτός ξέκοψε από τους παλιούς φίλους.

    κουνιέμαι, κινούμαι, μετακινούμαι. || κινούμαι απότομα προς τα πίσω. μτφ. (απλ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω.

    Большой русско-греческий словарь > откачнуть

  • 4 отвернуть

    Русско-греческий словарь > отвернуть

  • 5 ненавидеть

    ненави́||деть
    несов μισώ, ἐχθρεύομαι / ἀποστρέφομαι, ἀπεχθάνομαι (чувствовать отвращение).

    Русско-новогреческий словарь > ненавидеть

  • 6 воротить

    -очу, -отишь, ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, υποχρεώνω να επιστρέψει•

    воротить с полдороги γυρίζω (κάποιον) από τη μέση του δρόμου.

    2. επιστρέφω, αποδίδω, γυρίζω πίσω.
    3. παίρνω πίσω•

    отдать деньги легко, да воротить их трудно να δόσεις χρήματα είναι εύκολο, αλλά να τα πάρεις πίσω (να σου τα επιστρέψουν) είναι δύσκολο.

    -очу, -отишь ρ.δ. (απλ.)
    1. μ. στρέφω, γυρνώ στο πλευρό ή πίσω•

    воротить голову от света αποστρέφω το πρόσωπο από το φως.

    2. μ. αναστρέφω μετακινώ (πράγμα βαρύ, ογκώδες).
    3. διευθύνω, κουμαντάρω (επιχείρηση, υπόθεση).
    εκφρ.
    воротить нос ή морду ή рыло – αποστρέφομαι (κάποιον), του γυρίζω τις πλάτες, τα νώτα•
    с души -отит – αηδιάζω, μου ‘ρχεται νά κάνω μετά.
    βλ. вернуться.

    Большой русско-греческий словарь > воротить

  • 7 гнушаться

    ρ.δ.
    1. απαξιώ, περιφρονώ, αντιπαθώ, απεχθάνομαι.
    2. σιχαίνομαι, αηδιάζω, αποστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > гнушаться

  • 8 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

См. также в других словарях:

  • αποστρέφομαι — βλ. πίν. 210 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποστρέφομαι — ἀποστρέφω turn back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδυσωπούμαι — έομαι, Α αποστρέφομαι κάτι σε μικρό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δυσωπῶ, οῦμαι «φοβάμαι, ταράζομαι, αποστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • отъвращатисѧ — ОТЪВРАЩА|ТИСѦ (68), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отворачиваться: тако ѥсть въл҃дчне чл҃вколюбьѥ. ни ѥдиного пририщющихъ к немѹ ѿвращаѥтсѧ. Пр 1383, 116б; | образн.: не ѿвращаисѧ нъ ѹми(лi)сѧ вл҃дко. (μὴ ἀποστραφῇς ἡμᾶς!) СбТр XII/XIII, 23; да не въ истину ли …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αηδίζω — ἀηδίζω (AM) 1. αηδιάζω, προξενώ αηδία παθ. αισθάνομαι αηδία για κάτι 2. μέσ. αποστρέφομαι, σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδής. ΠΑΡ. ἀηδισμός] …   Dictionary of Greek

  • αηδιάζω — 1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι 2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδία. ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός] …   Dictionary of Greek

  • ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… …   Dictionary of Greek

  • αντιμάχομαι — (AM ἀντιμάχομαι) μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ νεοελλ. 1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι 2. προβάλλω αντίσταση 3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του… …   Dictionary of Greek

  • απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή …   Dictionary of Greek

  • απεχθαίρω — ἀπεχθαίρω (Α) [εχθαίρω] 1. μισώ, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι κάποιον 2. κάνω κάποιον μισητό, απεχθή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»