-
1 отправитель
-
2 адресант
ο αποστολέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адресант
-
3 грузоотправитель
ο αποστολέας του φορτίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грузоотправитель
-
4 консигнант
(отправитель груза) о αποστολέας (του φορτίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консигнант
-
5 отправитель
свз. о αποστολέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отправитель
-
6 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
7 товароотправитель
ο αποστολέας των εμπορευμάτων/του φορτίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > товароотправитель
-
8 отправитель
отправительм ὁ ἀποστολέας [-εύς]. -
9 отправитель
[ατπραβίτιλ'] ουσ. α. αποστολέας -
10 отправитель
[ατπραβίτιλ'] ουσ α αποστολέας -
11 адресант
-а α.αποστολέας. -
12 грузоотправитель
-я α.αποστολέας φορτίων. -
13 отправитель
-я α.-ница, -ы θ.αποστολέας•адрес -я διεύθυνση του αποστολέα.
-
14 экспедитор
-а α.1. αποστολέας (εμπορευμάτων, υλικών κ.τ.τ.).2. παλ. προϊστάμενος τμήματος ιδρύματος.
См. также в других словарях:
αποστολέας — ο αυτός που στέλνει κάτι: Αποστολέας της επιστολής ήταν ο Α και παραλήπτης ο Β … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστολέας — ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω] αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του 2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ… … Dictionary of Greek
ἀποστολέας — ἀποστολέᾱς , ἀποστολεύς one who dispatches masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek
φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek