Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποστολέας

См. также в других словарях:

  • αποστολέας — ο αυτός που στέλνει κάτι: Αποστολέας της επιστολής ήταν ο Α και παραλήπτης ο Β …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστολέας — ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω] αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του 2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολέας — ἀποστολέᾱς , ἀποστολεύς one who dispatches masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… …   Dictionary of Greek

  • φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»