-
1 дезориентировать
-
2 дезориентация
о αποπροσανατολισμόςη παραπλάνηση-ировать αποπροσανατολίζω, παραπλανώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дезориентация
-
3 дезориентацияировать
дезориентация||и́роватьсов и несов ἀποπροσανατολίζω, ἀποπλανώ, παραπλανώ. -
4 дезориентировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. αποπροσανατολίζω, αποπλανώ, παραπλανώ.αποπροσανατολίζομαι.
См. также в других словарях:
αποπροσανατολίζω — αποπροσανατολίζω, αποπροσανατόλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποπροσανατολισμός — ο η απώλεια του προσανατολισμού, η ηθελημένη εξώθηση κάποιου (από κάποιον άλλο) να επικεντρώσει την προσοχή του σε κάτι το ασήμαντο: Η κυβέρνηση επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ρ. αποπροσανατολίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)