Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποπροσανατολίζω

См. также в других словарях:

  • αποπροσανατολίζω — αποπροσανατολίζω, αποπροσανατόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποπροσανατολισμός — ο η απώλεια του προσανατολισμού, η ηθελημένη εξώθηση κάποιου (από κάποιον άλλο) να επικεντρώσει την προσοχή του σε κάτι το ασήμαντο: Η κυβέρνηση επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ρ. αποπροσανατολίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»