-
1 απολυτήριος
α, ο [ος, ον ] выпускной;απολυτήριες εξετάσεις — выпускные экзамены
-
2 εξέταση
[-ις (-εως)] η1) рассмотрение; 2) осмотр; проверка; -контроль; испытание; обследование; исследование, анализ;ιατρική εξέταση — медицинское обследование;
εξέταση αίματος — анализ крови;
3) допрос; расследование;4) выспрашивание, расспрашивание; 5) экзамен;γραπτές (προφορικές) εξέτάσεις — письменные (устные) экзамены;
εισαγωγικές ( — или εισιτήριες) εξέτάσεις — вступительные экзамены;
απολυτήριες εξέτασεις — выпускные экзамены;
γραπτές πτυχιακές εξέτάσεις — дипломная работа;
υποβάλλω σε εξέταση — экзаменовать;
δίδω εξέτάσεις — сдавать экзамены;
πετυχαίνω στίς εξέτάσεις — выдержать экзамены;
§ η ιερή ( — или ιερά) εξέταση ( — святая) инквизиция
См. также в других словарях:
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
απολυτήριος — α, ο 1. αυτός που έχει σκοπό την απόλυση ή που γίνεται σ αυτή: Οι απολυτήριες εξετάσεις των λυκείων θα γίνουν από τις δέκα ως τις είκοσι Ιουνίου. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτήριο το έγγραφο που δείχνει πως κάποιος εκτέλεσε μιαν υποχρέωσή του ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)