-
1 пользоваться
пользоватьсянесов1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ·2. (использовать, извлекать выгоду) ἐπωφελοῦμαι:\пользоваться передышкой ἐπωφελοῦμαι ἀπό τήν ἀνάπαυλα· \пользоваться своим преимуществом χρησιμοποιώ τήν πλεονεκτική μου θέση· \пользоваться случаем ἐπωφελοῦμαι τής εὐκαιρίας·3. (обладать чем-л.) ἀπολαύω, χαίρω:\пользоваться права́ми (привилегиями) ἀπολαύω δικαιωμάτων (προνομίων)· \пользоваться известностью (доверием) χαίρω φήμης (τής ἐμπιστοσύνης)· \пользоваться успехом ἔχω ἐπιτυχία· \пользоваться общим уважением ἀπολαύω τής γενικής ἐκτιμήσεως· не \пользоваться любовью εἶμαι ἀντιπαθής· \пользоваться спросом ἔχω ζήτηση. -
2 наслаждение
наслаждение с η απόλαυση, η ευχαρίστηση* получить \наслаждение απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση* * *сη απόλαυση, η ευχαρίστησηполучи́ть наслажде́ние — απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση
-
3 пожинать
пожинатьнесов книжн. δρέπω, ἀπολαύω:\пожинать плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς τής ἐργασίας μου· ◊ \пожинать ла́вры δρέπω δάφνες. -
4 счет
счетм1. ὁ λογαριασμός, ὁ ὑπολογισμός:вести́ \счет чему́-л. κρατώ λογαρια-σμό[ν]·2. бухг. ὁ λογαριασμός:лицевой \счет ὁ ὁνομαστικός ' λογαριασμός· те-ку́щий \счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός· открыть \счет ἀνοίγω λογαριασμό·3. (за товар, за работу) ὁ λογαριασμός, ἡ φατούρα:плати́ть по \счету ἐξοφλβ λογαριασμό·4. муз. ὁ χρόνος, ὁ ρυθμός·5. спорт. τό σκορ, τό ἀποτέλεσμα:со \счетом 2:0 μέ σκορ δύο μηδέν ◊ за \счет μέ ἔξοδα, σέ βάρος· за свой \счет μέ δικά μου ἔξοδα· на че́й-л, \счет (относительно кого-л.) γιά λογαριασμόν κάποιου· э́то не в \счет αὐτό δέν λογαριάζεται· в два \счета разг στ6 ἄψε\счетσβήσε· без \счета ἀπειράριθμοι, ἀναρίθμητοι· в конечном \счете σέ τελευταία ἀνάλυση, στό κάτω κάτω· сводить \счеты κανονίζω τους λογαριασμούς μου, λογαριάζομαι· жить на чужой \счет ζῶ σέ βάρος ἄλλων быть на хорошем счету́ μέ ἐκτιμοῦν, ἀπολαύω ὑπολήψεως. -
5 пользоваться
-зуюсь, -зуешьсяρ.δ.1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•
пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•
пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.
2. επωφελούμαι•пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.
3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•пользоваться свободой έχω ελευθερία•
пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•
пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•
пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.
4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
6 упиться
упьюсь, упьшься, παρλθ. χρ. упился, упилась, упилось, προστκ. упейсяρ.σ.1. (απλ.) παραπίνω, παρατραβώ, πίνω μέχρι μέ-θυσμα.2. (γραπ. λόγος) απολαύω, ευφραίνομαι.
См. также в других словарях:
ἀπολαύω — have enjoyment of pres subj act 1st sg ἀπολαύω have enjoyment of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολαύω — → δες σημείωση για ρ. απολαμβάνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
απολαύω — απόλαυσα και απόλαψα 1. πετυχαίνω κάποιο καλό, καρπώνομαι, ωφελούμαι: Εργάστηκε σκληρά στη ζωή του, αλλά πολύ λίγα πράγματα απόλαψε. 2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι από κάτι: Επιτέλους μπορούσαν να απολαύσουν ησυχία και καθαριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολαύετε — ἀπολαύω have enjoyment of pres imperat act 2nd pl ἀπολαύω have enjoyment of pres ind act 2nd pl ἀπολαύω have enjoyment of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύῃ — ἀπολαύω have enjoyment of pres subj mp 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of pres ind mp 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυομένων — ἀπολαύω have enjoyment of pres part mp fem gen pl ἀπολαύω have enjoyment of pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυσάντων — ἀπολαύω have enjoyment of aor part act masc/neut gen pl ἀπολαύω have enjoyment of aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυσόμεθα — ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 1st pl (epic) ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυόντων — ἀπολαύω have enjoyment of pres part act masc/neut gen pl ἀπολαύω have enjoyment of pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαῦον — ἀπολαύω have enjoyment of pres part act masc voc sg ἀπολαύω have enjoyment of pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)