-
1 αποκοπη
ἥ1) отсечение, отрубание(κρατός Aesch.)
2) отмена или уменьшение(χρεῶν Dem., Plut.)
3) обрывистый край(ἀποκοπαὴ πεδίων Plut.)
4) грам. усечение (окончания) Arst. -
2 αποκοπή
η1) отрезание, обрубание; отсечение; 2) ампутация; 3) аккордная работа; 4) аккордная оплата;κατ' αποκοπή — аккордно;
§ τό παίρνω αποκοπή — быть увлечённым (чём-л.), заниматься (чём-л.) с увлечением
-
3 αποκόψιμο
τό1) см. αποκοπή; 2) отнятие от груди -
4 απότμησις
См. также в других словарях:
ἀποκοπή — cutting off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
αποκοπή — η 1. κόψιμο μέρους από ένα όλο: Γλίτωσε τη ζωή του, με αποκοπή όμως του ποδιού του. 2. καθορισμός συνολικής τιμής για μια δουλειά ή αγοραπωλησία χωρίς υπολογισμούς: Το βάψιμο του σπιτιού το πήρε αποκοπή. 3. (γραμμ.), αποβολή του τελικού φωνήεντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκοπῇ — ἀποκόπτω cut off aor subj pass 3rd sg ἀποκοπέομαι pres subj mp 2nd sg ἀποκοπέομαι pres ind mp 2nd sg ἀποκοπή cutting off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπαῖς — ἀποκοπή cutting off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπαί — ἀποκοπή cutting off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπῆς — ἀποκοπή cutting off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπήν — ἀποκοπή cutting off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπῶν — ἀποκοπή cutting off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α … Dictionary of Greek