Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αποκοπή

См. также в других словарях:

  • ἀποκοπή — cutting off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… …   Dictionary of Greek

  • αποκοπή — η 1. κόψιμο μέρους από ένα όλο: Γλίτωσε τη ζωή του, με αποκοπή όμως του ποδιού του. 2. καθορισμός συνολικής τιμής για μια δουλειά ή αγοραπωλησία χωρίς υπολογισμούς: Το βάψιμο του σπιτιού το πήρε αποκοπή. 3. (γραμμ.), αποβολή του τελικού φωνήεντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκοπῇ — ἀποκόπτω cut off aor subj pass 3rd sg ἀποκοπέομαι pres subj mp 2nd sg ἀποκοπέομαι pres ind mp 2nd sg ἀποκοπή cutting off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκοπαῖς — ἀποκοπή cutting off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκοπαί — ἀποκοπή cutting off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκοπῆς — ἀποκοπή cutting off fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκοπήν — ἀποκοπή cutting off fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκοπῶν — ἀποκοπή cutting off fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»