-
1 αποκαθιστώ
(α) (αόρ. αποκατέστησα, παθ. αόρ. αποκατεστάθην, μετχ. αποκαταστημένος) μετ.1) восстанавливать, вновь устанавливать, налаживать;αποκαθιστώ την επικοινωνία (τη συγκοινωνία) — восстанавливать связь (сообщение);
αποκαθιστώ την τάξη — восстанавливать порядок;
2) реабилитировать;3) пристраивать, выдавать замуж или женить (детей);1) — восстанавливаться, налаживаться;αποκαθιστώίσταμαι
2) пристраиваться, выходить замуж или жениться;3) жить постоянно (где-л.) -
2 αποκαθιστώ
[апокатисто] р. восстанавливать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποκαθιστώ
-
3 αποκαθιστώ
[апокатисто] ρ восстанавливать. -
4 αποκατασταίνω
(αόρ. αποκατάστησα, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα) см. αποκαθιστώ -
5 επαφή
η1) соприкосновение; контакт; связь;σημείον επαφής — точка соприкосновения;
έρχομαι σε επαφ — приходить в соприкосновение, вступать в контакт;
αποκαθιστώ επαφή — устанавливать контакт;
βρίσκομαι σε επαφή με κάποιον — иметь контакт с кем-л.;
δεν έχω επαφή μαζί του — я с ним не поддерживаю контакта; — у меня с ним нет связи;
φέρε με σε επαφή με... — свяжи меня с...;
2) косм, стыковка;διαστημοπλοίων σε τροχιά — стыковка космических кораблей на орбите -
6 ομαλότητα
[-ης (-ητος)] η1) гладкость; ровность; 2) нормальное положение;αποκαθιστώ την ομαλότητα — восстанавливать нормальное положение, нормализовать положение
См. также в других словарях:
αποκαθιστώ — αποκαθιστώ, αποκατέστησα βλ. πίν. 158 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… … Dictionary of Greek
αποκαθιστώ — βλ. λ. αποκατασταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκαθιστῶ — ἀποκαθίστημι re establish pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀ̱ποκαθιστῶ , ἀποκαθιστάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποκαθιστάω pres imperat mp 2nd sg ἀποκαθιστάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποκαθιστάω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
Apocatástasis — Saltar a navegación, búsqueda Apocatástasis (del griego αποκαθιστώ pronunciado apokacistó : poner una cosa en su puesto primitivo, restaurar), es un concepto especialmente utilizado por Orígenes, y que según él, significa que en el fin de los… … Wikipedia Español
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
ανέζω — ἀνέζω (Α) (άχρηστος ενεστώτας) [έζομαι] 1. καθίζω, τοποθετώ 2. αποκαθιστώ στη θέση του 3. ( ομαι) κάθομαι ἀνέζομαι κάθομαι, ανακαθίζω … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
αναμάχομαι — (Α ἀναμάχομαι) μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα αρχ. 1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια 2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ … Dictionary of Greek
αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω … Dictionary of Greek