-
61 αποκάνω
(αόρ. απόκανα) см. αποκάμνω -
62 απεκάμετε
-
63 ἀπεκάμετε
-
64 αποκαμείν
-
65 ἀποκαμεῖν
-
66 αποκαμείται
-
67 ἀποκαμεῖται
-
68 αποκαμνούσης
-
69 ἀποκαμνούσης
-
70 αποκαμνέτω
-
71 ἀποκαμνέτω
-
72 αποκαμούνται
-
73 ἀποκαμοῦνται
-
74 αποκαμούσα
-
75 ἀποκαμοῦσα
-
76 αποκαμούσαν
-
77 ἀποκαμοῦσαν
-
78 αποκαμούσιν
-
79 ἀποκαμοῦσιν
-
80 αποκαμούμεθα
См. также в других словарях:
ἀποκάμνω — grow quite weary pres subj act 1st sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… … Dictionary of Greek
ἀποκάμνετε — ἀποκάμνω grow quite weary pres imperat act 2nd pl ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 2nd pl ἀποκάμνω grow quite weary imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνῃ — ἀποκάμνω grow quite weary pres subj mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμνόντων — ἀποκάμνω grow quite weary pres part act masc/neut gen pl ἀποκάμνω grow quite weary pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμόν — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc voc sg ἀποκάμνω grow quite weary aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμόντα — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμόντων — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc/neut gen pl ἀποκάμνω grow quite weary aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνει — ἀποκάμνω grow quite weary pres ind mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνομεν — ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 1st pl ἀποκάμνω grow quite weary imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνοντα — ἀποκάμνω grow quite weary pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποκάμνω grow quite weary pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)