-
1 αποζημιώνω
[апозимионо] ρ. возмещать ущерб, убытки,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποζημιώνω
-
2 возмещать
αποζημιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещать
-
3 возместить
возместить, возмещать αποζημιώνω* \возместить расходы πληρώνω τα έξοδα* \возместить убытки ζημιώνω* * *= возмещатьвозмести́ть расхо́ды — πληρώνω τα έξοδα
возмести́ть убы́тки — ζημιώνω
-
4 возместить
возместитьсов, возмещать несов (что-л. кому-л.) ἀποζημιώνω, ἀντισταθμίζω, ἀναπληρώνω:\возместить расходы ἀποζημιώνω, πληρώνω τά ἔξοδα. -
5 компенсировать
1. тех. αποσβένω, αντισταθμίζω 2. (фин) αποζημιώνω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компенсировать
-
6 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
7 компенсировать
-
8 компенсировать
компенс||и́роватьсов и несов ἀποζημιώνω, ἐπανορθώνω. -
9 возместить
[βαζμιστίτ'] ρ. αποζημιώνω -
10 возместить
[βαζμιστίτ'] ρ αποζημιώνω -
11 возместить
-ещу, -естишь, παβ. μτχ. παρλθ. χρ. -ещенный, βρ: -щен, щена, -щено ρ.σ.μ.1. αποζημιώνω.2. αναπληρώνω•возместить потери αναπληρώνω τις απώλειες.
1. αποζημιώνομαι.2. αναπληρώνομαι, επανορθώνομαι•все недостатки -ятся όλες οι ελλείψεις θα καλυφθούν•
все лишения -ятся όλες οι στερήσεις θα εκλείψουν.
-
12 компенсировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. αποζημιώνω, επανορθώνω.2. αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφαρίζω.1. αποζημιώνομαι• επανορθώνομαι.2. αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω. -
13 удовлетворить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удовлетворенный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.1. μ. ικανοποιώ•удовлетворить оскорблнного ικανοποιώ τον προσβλημένο•
удовлетворить требования ικανοποιώ τα αιτήματα•
удовлетворить потребности населения ικανοποιώ τις ανάγκες του πλθηθυσμού.
2. εφοδιάζω, προμηθεύω•удовлетворить предприятие топливом εφοδιάζω την επιχείρηση με καύσιμα.
3. ανταποκρίνομαι (στις προσδοκίες κάποιου).4. ευудовлетворить χαριστώ.5. παλ. αποζημιώνω.ικανοποιούμαι• ευχαριστιέμαι.
См. также в других словарях:
αποζημιώνω — αποζημιώνω, αποζημίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… … Dictionary of Greek
αποζημιώνω — ίωσα, ιώθηκα, ιωμένος, πληρώνω για τη ζημία που έκανα, ικανοποιώ κάποιον ηθικά ή υλικά: Αποζημιώθηκε καλά για τα χωράφια που του πήρε ο δρόμος. – Τα επαινετικά λόγια του προϊσταμένου του τον είχαν αποζημιώσει για τους κόπους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
ανασώζω — (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω) διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω μσν. 1. αποζημιώνω, επανορθώνω 2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι 3. μεταβιβάζω 4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω αρχ. 1. διατηρώ στη μνήμη μου 2. (μέσ., ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ 3. παθ.… … Dictionary of Greek
ανταναφέρω — ἀνταναφέρω (Α) 1. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο 2. επανορθώνω, αποζημιώνω … Dictionary of Greek
αντελλογίζομαι — ἀντελλογίζομαι (Μ) αντισταθμίζω, συμψηφίζοντας αποζημιώνω … Dictionary of Greek
αποζημίωση — Το ποσό που υποχρεώνεται να καταβάλει κάποιος σε τρίτο, ως αποκατάσταση της ζημιάς που του προξένησε με πράξη ή παράλειψή του, αντίθετη προς τον νόμο. Σκοπός της α. είναι η υλική και ηθική –σε ορισμένες περιπτώσεις– αποκατάσταση του προσώπου που… … Dictionary of Greek
αποφέρω — (AM αποφέρω) νεοελλ. φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος αρχ. μσν. 1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω 2. ( ομαι) καρπώνομαι αρχ. Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο 2. (για άνεμο) απωθώ 3. επαναφέρω 4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί 5.… … Dictionary of Greek
εξαγοράζω — (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω] 1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι») 2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής… … Dictionary of Greek
εξακούμαι — ἐξακοῡμαι, έομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποζημιώνω 3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.) 4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.) 5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.) 6 … Dictionary of Greek