Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποδείχνω

  • 1 показывать

    показывать
    несов
    1. в разн. знач. δείχνω, δεικνύω, ἐμφανίζω / ἀποδείχνω, ἀποδεικνύω (доказывать):
    \показывать пальцем δείχνω μέ τό δάκτυλο· \показывать дорогу δείχνω τόν δρόμον· \показывать на деле ἀποδείχνω ἐμπράκτως· \показывать пример δείχνω (δίνω) τό παράδειγμα· термометр показывает 20 градусов выше нуля τό θερμόμετρον δείχνει είκοσι βαθμούς πάνω ἀπό τό (ιηδέν·
    2. юр. (давать показания) μαρτυρώ, καταθέτω, βεβαιώ· ◊ \показывать кому́-л. на дверь δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > показывать

  • 2 доказать

    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.
    1. μ. αποδείχνω, καταδείχνω•

    доказать что и требовалось όπερ έδει δείξαι•

    это ничего не-ет αυτό δεν είναι απόδειξη ή δε λέει τίποτε•

    доказано что... αποδείχτηκε ότι...• я -у вам противное θα σας αποδείξω το αντίθετο•

    осязательно доказать ком^ что απτά αποδείχνω σε κάποιον ότι.

    || υποδείχνω•

    он ясно -ал мне необходимость отой меры αυτός καθαρά μου υπέδειξε την ανάγκη αυτού του μέτρου.

    2. (απλ.) καταδίδω, δείχνω.

    Большой русско-греческий словарь > доказать

  • 3 показывать

    1. (о приборе) δείχνω, (καταδεικνύω. - условно - σχηματικά 2. (представлять для рассмотрения, показа) δείχνω 3. (разъяснять, делать понятным) εξηγώ 4. (проявлять, обнаруживать) εμφανίζω, φανερώνω 5. (являться свидетельством, доказательством) αποδείχνω, καταδείχνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показывать

  • 4 свидетельствовать

    1. (подтверждать что-л) (επι)μαρτυρώ
    αποδείχνω
    καταθέτω
    2. (удостоверять что-л.) πιστοποιώ, βεβαιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельствовать

  • 5 доказать

    доказать, доказывать απο δείχνω
    * * *
    = доказывать

    Русско-греческий словарь > доказать

  • 6 аргументировать

    аргумент||и́ровать
    сов и несов ἀποδείχνω μέ ἐπιχειρήματα

    Русско-новогреческий словарь > аргументировать

  • 7 доказывать

    доказывать
    несов ἀποδείχνω, ἀποδεικνύω.

    Русско-новогреческий словарь > доказывать

  • 8 документировать

    документ||и́ровать
    сов и несов προσάγω ἐγγραφα, ὑποστηρίζω, ἀποδείχνω μέ ντοκουμέντα.

    Русско-новогреческий словарь > документировать

  • 9 теорема

    теорем||а
    ж мат τό θεώρημα:
    доказать \теоремау ἀποδείχνω τό θεώρημα

    Русско-новогреческий словарь > теорема

  • 10 факт

    факт
    м в разн. знач. τό γεγονός/ τό δεδομένο (материал для заключения, предположения):
    неоспоримый \факт τό ἀναμφισβήτητο γεγονός· собранные \факты τά στοιχεία πού^ συγκεντρώθηκαν голые \факты ξερά στοιχεία· приводить \факты παραθέτω στοιχεία· искажать \факты διαστρεβλώνω τά γεγονότα· поставить кого-л. перед совершившимся \фактом θέτω κάποιον πρό τετελεσμένου γεγονότος· доказать на \фактах ἀποδείχνω μέ στοιχεία· ◊ это \факт εἶναι γεγονός· \факт, что... εἶναι γεγονός, ὅτι...

    Русско-новогреческий словарь > факт

  • 11 доказывать

    [ντακάζυβατ'] ρ. αποδείχνω

    Русско-греческий новый словарь > доказывать

  • 12 доказывать

    [ντακάζυβατ'] ρ αποδείχνω

    Русско-эллинский словарь > доказывать

  • 13 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 14 невиновность

    θ.
    αθωότητα•

    невиновность подсудимого η αθωότητα του υπόδικου (κατηγορούμενου)•

    доказать невиновность αποδείχνω την αθωότητα.

    Большой русско-греческий словарь > невиновность

  • 15 неправота

    θ.
    το-άδικο• πλάνη, σφάλμα, λάθος•

    доказать чью -у αποδείχνω το άδικο κάποιου•

    сознаться в своей -έ παραδέχομαι ότι έχω άδικο•

    раскаяться в своей - μετανιώνω για το σφάλμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > неправота

  • 16 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 17 правота

    θ.
    το δίκαιο, το δίκιο•

    вера в -у πίστη στο δίκιο•

    доказать свою -у αποδείχνω ότι έχω δίκιο.

    Большой русско-греческий словарь > правота

  • 18 свидетельствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•

    подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•

    результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•

    -ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.

    2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•

    свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.

    3. εξετάζω.
    εκφρ.
    свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.
    1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.
    2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свидетельствовать

См. также в других словарях:

  • αποδείχνω — αποδείχνω, απέδειξα και απόδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδείχνω — όδειξα, δείχτηκα, δειγμένος 1. με ορθούς συλλογισμούς ή μαρτυρίες αναμφισβήτητες δείχνω ότι αληθεύει ή υπάρχει κάτι: Νομίζω ότι απόδειξα το θεώρημα. 2. το μέσο, αποδείχνομαι φανερώνομαι: Αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός και έντιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • αποδεικνύω — αποδεικνύω, απέδειξα και απόδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αποδείχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασκευάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, αποδείχνω πως κάτι δεν είναι αληθινό, ανατρέπω επιχείρημα, κατηγορία κτλ.: Με την απολογία του ανασκεύαζε ένα προς ένα όλα τα σημεία της εναντίον του κατηγορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος 1. αναποδογυρίζω: Το κύμα ανάτρεψε τη βάρκα. 2. γκρεμίζω, καταστρέφω: Ανατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 3. ανασκευάζω, αποδείχνω αβάσιμο: Ανάτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αντιδίκου του. 4. ματαιώνω, ακυρώνω, καταργώ: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελέγχω — έλεγξα, ελέγχτηκα, μτβ. 1. ερευνώ κάτι για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητά του κτλ., εξετάζω, εξακριβώνω. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), αναλύω κριτικά για να βρω τρωτά σημεία, επικρίνω. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξισώνω — εξίσωσα, εξισώθηκα, εξισωμένος, μτβ. 1. αποδείχνω ή κάνω κάτι ίσο προς άλλο: Εξισώνω λογαριασμό. 2. (μαθ.), σχηματίζω εξίσωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαληθεύω — επαλήθευσα και επαλήθεψα, επαληθεύτηκα, επαληθε(υ)μένος 1. μτβ., αποδείχνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, εξακριβώνω ότι κάτι είναι αληθινό: Επαληθεύτηκε η λύση του προβλήματος. 2. αμτβ., αποδείχνομαι από τα πράγματα ως αληθινός ή σωστός, βγαίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρτυρώ — μαρτύρησα, μαρτυρήθηκα, μαρτυρημένος 1. καταθέτω ως μάρτυρας στο δικαστήριο: Μάρτυρας υπεράσπισης. 2. επιβεβαιώνω, αποδείχνω, ομολογώ, πιστοποιώ: Τα ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού στην περιοχή. 3. αποκαλύπτω, καταδίνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»