-
1 взлетать
взлетать, взлететь ανυψώνομαι; απογειώνομαι (о самолёте) ◇ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι* * *= взлететьανυψώνομαι; απογειώνομαι ( о самолёте)••взлете́ть на во́здух (взорваться) — τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι
-
2 вылетать
вылетать, вылететь αναχωρώ (με αεροπλάνο) απογειώνομαι когда мы вылетаем? πότε αναχωρούμε (или φεύγουμε);* * *= вылететьαναχωρώ ( με αεροπλάνο); απογειώνομαιкогда́ мы вылета́ем? — πότε αναχωρούμε ( или φεύγουμε)
-
3 взлетать
(о самолёте, вертолёте и т.п.) απογειώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взлетать
-
4 оторваться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оторваться
-
5 оторвать
оторвать αποσπώ· \оторвать пуговицу κόβω το κουμπί \оторваться αποσπώμαι, κόβομαι ◇ \оторваться от земли (о самолёте) απογειώνομαι* * *оторва́ть пу́говицу — κόβω το κουμπί
-
6 оторваться
-
7 взлетать
взлетатьнесов, взлететь сов πετώ, ἀνυψοῦμαι, ΐπταμαι/ ἀβ. ἀπογειώνομαι:\взлетать высоко πετώ ψηλά· ◊ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον ἀέρα. -
8 стартовать
-тую, -туешьρ.δ.κ.σ.(αθλτ.) ξεκινώ, εκκινώ (από αφετηρία)•бегуны -уют завтра в 11 часов οι δρομείς ξεκινούν αύριο στις 11 η ώρα.
|| (αερπ.) απογειώνομαι.
См. также в других словарях:
απογειώνομαι — απογειώνομαι, απογειώθηκα, απογειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απογειώνομαι — εγκαταλείπω το έδαφος και υψώνομαι προς τα πάνω … Dictionary of Greek
απογειώνομαι — ώθηκα, ωμένος, απομακρύνομαι από τη γη, υψώνομαι στον αέρα: Το αεροσκάφος απογειώθηκε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογείωση — η 1. η ανύψωση από τη Γη 2. η πρώτη φάση της πτήσης ενός αεροσκάφους κατά την οποία επιτυγχάνονται η αποκόλληση από το έδαφος και η άνοδος στην ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογειώνομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek