-
1 απλός
[аллос] εκ. прстодушный, наивный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απλός
-
2 сплошь
[απλός"] εκίρ. εντελώς -
3 сплошь
[απλός"] επίρ εντελώς -
4 простой
прост||о́й Iприл1. (нетрудный, несложный) ἀπλός [-ους], εὐκολος:\простойа́я задача ἀπλό (εύκολο) πρόβλημα· \простойо́е дело ἀπλή ὑπόθεση·2. (обыкновенный) απλος [-οϋς], κοινός/ λιτός (о пище, о столе):\простой костюм τό ἀπλό κοστούμι· \простойые люди οἱ ἀπλοί ἀνθρωποι· \простойые смертные οἱ κοινοί θνητοί·3. (естественный, безыскусственный) φυσικός, ἀπλός/ ἀγαθός, ἀπλοϊκός (простодушный)·4. (не составной) ἀπλός [-οῦς]:\простойо́е число́ мат πρώτος ἀριθμός· ◊ \простойым глазом μέ γυμνό μάτι.простой IIм (в работе) τό χασομέρι. -
5 рядовой
επ.1. απλός•рядовой коммунист απλός κομμουνιστής (όχι στέλεχος)•
рядовой колхозник απλός κολχόζνικος•
рядовой боец απλός μαχητής•
состав υπαξιωματικοί και στρατιώτες.
|| συνηθισμένος•рядовой случай συνηθισμένη περίπτωση• -όθ•
происшествие συνηθισμένο γεγονός (συμβάν).
2. ουσ. στρατιώτης.3. (γεωπ.) γραμμικός•рядовой посев γραμμική σπορά.
-
6 немудрёный
επ., βρ: -рен, -рена, -рено.1. απλός, εύκολος, μη πολύπλοκος•-ая задача απλό πρόβλημα.
2. φυσικός, απέρριτος, απλός•немудрёный человек απλός άν θρωπος.
3. απλοϊκός, μωρόπιστός. -
7 простой
простой 1επ., βρ: прост, проста, просто, συγκρ. βαθμός «проще», υπερθ. βαθμός «простейший».1. απλός• εύκολος•-ое дело απλή υπόθεση•
-ая задача απλό (εύκολο) πρόβλημα•
- ое предложение (γραμμ.) απλή πρόταση•
химические -ые тела χημικά απλά σώματα•
-ое число μονοψήφιος αριθμός.
2. συνήθης, -σμένος.3. αφελής, αγαθός, απονήρευτος.4. χοντροειδής, ανεπεξέργαστος.5. παλ. μη ευγενικής καταγωγής, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων•простой народ ο απλός λαός•
-ые люди απλοί άνθρωποι.
εκφρ.- ая бухгалтерия – απλός λογαριασμός•- ое письмо – απλή επιστολή(μη συστημένο κλπ.)•- ым глазом – με γυμνό μάτι(χωρίς οπτικό όργανο)•из -ых – από απλούς (ανθρώπους), από το λαό, λαϊκός.простой 2-я α.χασομέρι, σταμάτημα της εργασίας (όχι από υπαιτιότητα του εργάτη)•получать за простой πληρώνομαι για το χασομέρι.
-
8 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
9 полупроводник
(физ) ο ημιαγωγόςнесобственный - см. примесный -собственный - см. беспримесный -электронный - см. n -типа элементарный - απλός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полупроводник
-
10 простой /
1. (легко доступный для понимания, выполнения) απλ/ός, εύκολος 2. (элементарный по составу, однородный) απλ/ός 3. (обыкновенный, обыденный) απλός, συνήθης 4. (грубый по качеству, отделке) απλός, χονδροειδής, κακής κατεργασίας, κακοφτιαγμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простой /
-
11 популярный
популярный 1) γνωστός, δημοφιλής 2) εκλαϊκευτικός (об изданий)· απλός, προσιτός (доступный)* * *1) γνωστός, δημοφιλής2) εκλαϊκευτικός ( об издании); απλός, προσιτός ( доступный) -
12 простой
-
13 немудреный
немудрен||ыйприл разг ἀπλός, ἀπ-λοῦς, εὐκολος:это дело \немудреныйое αὐτή ἡ δουλειά εἶναι ἀπλή· человек он был \немудреный ήταν ἀπλός ἄνθρωπος· -
14 рядовой
рядовой1. прил (обычный) συνήθης, συνηθισμένος, ἀπλός:\рядовой слу́чай συνηθισμένη περίπτωση·2. прил воен.:\рядовой боец ὁ ἀπλός μαχητής· \рядовой состав οἱ ὑπαξιωματικοί καί στρατιώτες·3. м воен. ὁ στρατιώτης, ὁ ὁπλίτης, ὁ φαντάρος. -
15 неприхотливый
επ., βρ: -лив, -а, -оλιτός, ολιγαρκής•-ив в ед λιτοδίαιτος•
вкус απλός γούστος•
неприхотливый верблюд η λιτή γκαμήλα.
|| φυσικός, απλός, μη πολύπλοκος•неприхотливый рисунок απλό σχέδιο.
-
16 несложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноμη σύνθετος• απλός•несложный механизм απλός μηχανισμός•
несложный вопрос απλό ζήτημα•
-ое дело απλή υπόθεση.
-
17 низкий
επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.1. χαμηλός• μικρός•низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•
низкий каблук μικρό τακούνι•
низкий рост μικρό ανάστημα•
-ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•
низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
2. κατώτερος•ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.
|| μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•-ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.
3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•-ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
-ое звание κατώτερος βαθμός.
6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.εκφρ.низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•поклон – εδαφιαία υπόκλιση. -
18 примитивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αρχικός, αρχέγονος, αρχέτυπος, πρωτόγονος.2. απλός απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, υπανάπτυ-χτος, καθυστερημένος. || επιφανειακός, άβαθος, επιπόλαιος, ρηχός, απλός.3. απολίτιστος, καθυστερημένος, ασυγχρόνιστος, αναχρονιστικός. -
19 герпес
мед. о έρπης· опоясывающий - ζωστήροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > герпес
-
20 лишай
1. бот. ο λειχήνας, η λειχήνα 2. мед. о λειχήνας, η λειχήναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лишай
См. также в других словарях:
ἁπλός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλός, -ή — ό επίρρ. ά 1. μόνος, μονάχος: Με μια απλή ματιά που έριξε κατάλαβε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ δύσκολο. 2. αυτός που δεν είναι σύνθετος: Τα σώματα είναι απλά ή σύνθετα. 3. αγαθός, απονήρευτος: Είναι άνθρωπος απλός, τίμιος. 4. απέριττος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… … Dictionary of Greek
ἁπλά — ἁπλός neut nom/voc/acc pl ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc/acc dual ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλόν — ἁπλός masc acc sg ἁπλός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκαζοζέν — Απλός τύπος αεριογόνου, που χρησιμοποιήθηκε (1941 44) για την κίνηση λεωφορείων. Βλ. λ. αέριο (αεριογόνο). * * * το 1. συσκευή για την παραγωγή καύσιμων αερίων 2. μικρό αυτοκίνητο, το οποίο κινούνταν με τέτοια συσκευή λόγω ελλείψεως βενζίνης κατά … Dictionary of Greek
ἁπλαί — ἁπλός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοῖσι — ἁπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἁπλόω make single pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ἁπλόω make single pres subj act 3rd sg (epic) ἁπλόω make single pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοί — ἁπλός masc nom/voc pl ἁπλόω make single pres subj mp 2nd sg ἁπλόω make single pres ind mp 2nd sg ἁπλόω make single pres subj act 3rd sg ἁπλοίς simple fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλᾷ — ἁπλός fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλή — ἁπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)