-
1 άπλα
η простор; ширь -
2 απλά
επίρρ.1) просто, несложно, ясно; 2) просто, непринуждённо, естественно, безыскусственно -
3 σχηματιζω
(fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)1) давать форму, придавать вид, т.е. образовывать, формировать(τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.)
τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. — естественные образования;τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. — все оформленное возникает из бесформенности;τὸν βραχίονα ἐφ΄ ὕβρει σ. Plut. — делать рукой насмешливый жест2) убирать, украшать(τι πρὸς τὸ βέλτιον Diod.)
ἐσχημάτισται ἀσπὴς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. — щит был разукрашен не как-нибудь;σχηματίζεσθαι κόμην Eur. — убирать свои волосы, причесываться3) сопровождать жестами4) выражать свои чувства жестами, жестикулировать Xen.5) танцевать, плясать Arph.6) изображать, представлятьτὰ σχήματα σ. Plat. — принимать позы;
πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. — напускать на себя важность7) воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции(ἐν ταῖς μάχαις Plat.)
8) med. притворяться, прикидыватьсяὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. — он сделал вид, что знает;
σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. — они прикидываются неучеными;ἐσχηματισμένος Plat. — притворяющийся, притворный -
4 άπλωμα
-
5 απλώς
См. также в других словарях:
ἁπλά — ἁπλός neut nom/voc/acc pl ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc/acc dual ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλα — η ευρυχωρία: Στο μέρος εκείνο υπήρχε μεγάλη άπλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπλα — η 1. ανοιχτός, υπαίθριος χώρος 2. γεν. ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ανασαίνω ανάσα, λερώνω λέρα κ.λπ.) ή < απλός (πρβλ. φαλακρός φαλάκρα)] … Dictionary of Greek
απλά — επίρρ. τροπ., βλ. απλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπλᾶ — ἀπό λάω 1 pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀπό λάω 1 pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπό λάω 2 seize pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀπό λάω 2 seize pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπό λάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλᾶ — ἁπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (attic) ἁπλόος twofold fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλᾷ — ἁπλός fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλατον — ἄπλᾱτον , ἄπλατος unapproachable masc/fem acc sg (attic doric) ἄπλᾱτον , ἄπλατος unapproachable neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάτοι' — ἀπλά̱τοιο , ἄπλατος unapproachable masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάτοις — ἀπλά̱τοις , ἄπλατος unapproachable masc/fem/neut dat pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάτου — ἀπλά̱του , ἄπλατος unapproachable masc/fem/neut gen sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)