-
1 απαγχόνιση
[-ις (-εως)] η повешение -
2 απαγχονισμός
ο1) см. απαγχόνιση; 2) казнь через повешение
См. также в других словарях:
απαγχόνιση — η (Μ ἀπαγχόνισις) ο απαγχονισμός … Dictionary of Greek
απαγχονισμός — απαγχονισμός, ο και απαγχόνιση, η η θανάτωση με κρέμασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)