-
1 многоуважаемый
-
2 государь
госуда́||рьм ист. ὁ βασιλεύς, ὁ ἄναξ, ὁ κυρίαρχος / ὁ κύριος (в обращении)· милостивый \государь (в обращении) уст. ἀξιότιμε κύριε. -
3 милостивый
милостивыйприл εὐμενής, εὐνοϊκός· ◊ \милостивый государь уст. (обращение) ἀξιότιμε κύριε. -
4 уважаемый
уваж||а́емыйприл σεβαστός, ἀξιότιμος:\уважаемый това́рищ! ἀξιότιμε σύντροφε!· всеми \уважаемый человек ἄνθρωπος πού τόν σέβονται ὀλοι. -
5 уважаемый
επ. από μτχ.αξιότιμος• σεβαστός•уважаемый господин! αξιότιμε κύριε!
См. также в других словарях:
αξιότιμος — η, ο (Α ἀξιότιμος, ον) εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...») … Dictionary of Greek
αξιότιμος — η, ο ο άξιος τιμής: Είναι άνθρωπος αξιότιμος· κυρίως στις επιστολές ως προσφώνηση: Αξιότιμε κύριε…, Αξιότιμη κυρία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)