Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αξιότιμε

См. также в других словарях:

  • αξιότιμος — η, ο (Α ἀξιότιμος, ον) εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...») …   Dictionary of Greek

  • αξιότιμος — η, ο ο άξιος τιμής: Είναι άνθρωπος αξιότιμος· κυρίως στις επιστολές ως προσφώνηση: Αξιότιμε κύριε…, Αξιότιμη κυρία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»