-
1 достойный
достойный άξιος, αντάξιος; αξιοπρεπής (почтенный) \достойныйнаграды άξιος αμοιβής \достойныйпохвалы αξιέπαινος \достойный уважения αξιοσέβαστος* * *άξιος, αντάξιος; αξιοπρεπής ( почтенный)досто́йный награ́ды — άξιος αμοιβής
досто́йный похвалы́ — αξιέπαινος
досто́йный уваже́ния — αξιοσέβαστος
-
2 достойный
достойн||ыйприл1. (заслуживающий) ἄξιος, ἐπάξιος, ἀντάξιος:\достойныйый похвалы Αξιέπαινος, ἄξιος ἐπαίνου· \достойныйый осуждения ἀξιοκατάκριτος·2. (справедливый) δίκαιος, ἄξιος:3. (почтенный) ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής:\достойныйый человек ὁ ἀξιοπρεπής ἄνθρωπος. -
3 важный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно1. σοβαρός, σπουδαίος•важный вопрос σοβαρό ζήτημα• -Οβ•
открытие σπουδαία ανακάλυψη•
-ая роль σοβαρός ρόλος.
2. αξιοπρεπής.3. (απλ.) καλής ποιότητας•-ые сапоги μπότες καλής ποιότητας.
-
4 достойный
επ., βρ: -бин, -бина, -бино.1. άξιος (καλού ή κακού)•достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•
достойный наказания άξιος τιμωρίας•
уважения αξιοσέβαστος•
достойный осуждения αξιοκατάκριτος.
2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•-ая кара δίκαια τιμωρία.
3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός. -
5 обстоятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. εμπερίστατος, -στατωμένος• λεπτομερής, αναλυτικός, με όλα τα καθέκαστα.2. σοβαρός: συνετός, αξιοπρεπής. -
6 порядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. έντιμος, τίμιος, χρηστός αξιοπρεπής. || παλ. ευγενής, ευγενικός.2. ικανοποιητικός, αρκετά καλός.3. αρκετά μεγάλος σημαντικός•-ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία.
|| πολύ μεγάλος•порядочный бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς.
-
7 самолюбивый
επ., βρ: -бив, -а, -оφιλότιτιμος, αξιοπρεπής. || εγωιστικός.
См. также в других словарях:
ἀξιοπρεπής — proper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιοπρεπής — ές (Α ἀξιοπρεπής ές) νεοελλ. αυτός που τον διακρίνει αυτοσεβασμός, ανωτερότητα, σοβαρότητα, άψογη συμπεριφορά ||αρχ. μσν.) ο κατάλληλος, ο καθώς πρέπει, ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + πρεπής < πρέπω] … Dictionary of Greek
αξιοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς ο με ευγένεια στο ήθος, σεμνός, σοβαρός: Όλοι τον γνώριζαν σαν άνθρωπο πολύ αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιοπρεπῆ — ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀξιοπρεπής proper masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀξιοπρεπής proper masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπέστερον — ἀξιοπρεπής proper adverbial comp ἀξιοπρεπής proper masc acc comp sg ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπεῖς — ἀξιοπρεπής proper masc/fem acc pl ἀξιοπρεπής proper masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπές — ἀξιοπρεπής proper masc/fem voc sg ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπέστατον — ἀξιοπρεπής proper masc acc superl sg ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπεστάτη — ἀξιοπρεπής proper fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπεστάτην — ἀξιοπρεπής proper fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπρεπεστάτου — ἀξιοπρεπής proper masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)