Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αξιομνημόνευτος

См. также в других словарях:

  • ἀξιομνημόνευτος — worthy of mention masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιομνημόνευτος — η, ο (AM ἀξιομνημόνευτος, ον) ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός …   Dictionary of Greek

  • αξιομνημόνευτος — η, ο άξιος να μνημονεύεται, σημαντικός: Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι χρονολογία αξιομνημόνευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιομνημόνευτον — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημονευτότερος — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημονεύτου — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημονεύτους — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημονεύτων — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημονεύτῳ — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημόνευτα — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιομνημόνευτοι — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»