-
1 памятный
-
2 памятный
памятн||ыйприл (сохранившийся в памяти) σημαντικός, ἀξιόλογος, ἀξιομνημόνευτος:\памятныйая дата ἡ ἀξιομνημόνευτη ἡμερομηνία· ◊ \памятныйая записка дип. τό μεμοράντουμ. -
3 достопамятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно, αξιομνημόνευτος, μνημειώδης, μνημονευτέος. -
4 ознаменовать
-ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ознаменованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. χρησιμεύω σαν τεκμήριο, σημαίνω;2. κάνω αξιοσημείωτο, αξιομνημόνευτο. || παλ. φημίζω δοξάζω. || γιορτάζω, τιμώ, λαμπρύνω.γίνομαι αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, μνημονεύομαι. -
5 памятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. μνημειώδης, αξιόλογος, αξιομνημόνευτος• ιστορικός•-ые даты αξιομνημόνευτες χρονολογίες.
2. μνημονικός, ενθυμητικός.3. αναμνηστικός.εκφρ.- ая записка – αναμνηστικό γράμμα•- ая доска – αναμνηστική πλάκα•- ая книжка – σημειωματάκι, υπομνημάτιο.
См. также в других словарях:
ἀξιομνημόνευτος — worthy of mention masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιομνημόνευτος — η, ο (AM ἀξιομνημόνευτος, ον) ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός … Dictionary of Greek
αξιομνημόνευτος — η, ο άξιος να μνημονεύεται, σημαντικός: Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι χρονολογία αξιομνημόνευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιομνημόνευτον — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονευτότερος — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτου — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτους — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτων — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτῳ — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτα — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτοι — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)