Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανόργανη

См. также в других словарях:

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • λάκα — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται αδιάλυτα χρώματα που αποτελούνται από μια χρωστική οργανική ουσία στερεοποιημένη σε μια ανόργανη που ονομάζεται υπόστρωμα ή βάση. Η ανόργανη ουσία αποτελείται συνήθως από οξείδια χρωμίου ή αργίλου, από ένα θειικό …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • υδραζωτικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υδραζωτικό οξύ» χημ. ανόργανη αζωτούχα χημική ένωση που προκύπτει κατά την αντίδραση τής υδραζίνης με το νιτρώδες οξύ ή κατά την εν θερμῴ επίδραση μονοξειδίου τού αζώτου σε νατραμίδιο β) «υδραζωτικός μόλυβδος» χημ. ανόργανη ένωση… …   Dictionary of Greek

  • βιογενετική — Το σύνολο των θεωριών που ασχολούνται με τις πηγές της ζωής και την εξέλιξη των οργανισμών. Οι θεωρίες αυτές διακρίνονται σε βιογενετικές και σε αβιογενετικές. Οι πρώτες υποστηρίζουν ότι η ζωή είναι τόσο παλιά όσο και το σύμπαν και επομένως,… …   Dictionary of Greek

  • ανόργανος, -η — ο 1. αυτός που δεν έχει όργανα. 2. αυτός που ασχολείται με τα ανόργανα, τις ανόργανες ουσίες: Η ανόργανη χημεία ασχολείται με τα στοιχεία και τις ενώσεις που δεν είναι οργανικές. 3. αυτός που γίνεται χωρίς όργανα: Στο σχολείο κάναμε μόνο ανόργανη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβιογένεση — η η αυτόματη γένεση τής ζωής από την ανόργανη ύλη …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»