-
1 ανυπόφορος
[анипофорос] εκ. невыносимый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανυπόφορος
-
2 ανυπόφορος
[анипофорос] επ невыносимый. -
3 ανυπόφορος
1) intolerable2) unbearableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανυπόφορος
-
4 intolerable
ανυπόφορος -
5 unbearable
ανυπόφορος -
6 невыносимый
-
7 нестерпимый
-
8 нетерпимый
нетерпимый (о поступке и τ. η.) ανυπόφορος, απαράδεχτος* * *(о поступке и т. п.) ανυπόφορος, απαράδεχτος -
9 невозможный
невозмо́жн||ыйприл1. ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος, ἀνέφικτος:нет ничего \невозможныйого δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἀδύνατο (или τό ἀκατόρθωτο)· сделать \невозможныйым καθιστώ ἀδύνατο·2. (нестерпимый) разг ἀνυπόφορος:\невозможныйая духота ἡ ἀνυπόφορη πνιγη/ρή ἀτμόσφαιρα· \невозможныйый характер ὁ ἀνυπόφορος χαρακτήρας. -
10 невозможный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•
совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.
ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•
нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).
2. ανυπόφορος, αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος•
-ая жара αφόρητη ζέστη•
-характер ανυπόφορος χαρακτήρας.
|| πολύ μεγάλος πλήρης•невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.
3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•-ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.
-
11 несносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноαφόρητος, ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος, διαβολεμένος•-ая боль ανυπόφορος πόνος•
несносный человек ανυπόφερτος άνθρωπος•
-ая жара αφόρητη ζέστη.
-
12 возмутительный
возмути́тельн||ыйприл πού προκαλεί ἀγανάκτηση, ἀνυπόφορος, ἀφόρητος. -
13 невыносимый
невыноси́м||ыйприл ἀφόρητος, ἀνυπό-φορος:\невыносимыйая боль ὁ ἀνυπόφορος πόνος. -
14 несносный
несносныйприл ἀφόρητος, ἀνυπόφορος / βαρετός, φορτικός (надоедливый, скучный):\несносный человек ὁ βαρετός ἀνθρωπος. -
15 нестерпимый
нестерпимыйприл ἀφόρητος, ἀνυπόφορος. -
16 нетерпимый
нетерпи́м||ыйприл1. (такой, с которым нельзя мириться) ἀπαράδεκτος, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος:\нетерпимыйое поведение ἡ ἀπαράδεκτη διαγωγή·2. (не проявляющий терпимости) μή ἀνεκτικός, ἀδιάλλακτος / μισαλλόδοξος (к чужим убеждениям). -
17 ανυπόφερτος
η, ρ, ανυπόφορος, η, ο [ος, ον ] невыносимый, нестерпимый; несносный -
18 αφόρητος
η, ο [ος, ον ] см. ανυπόφορος -
19 αβάσταχτος
I.[ανυπόμονος]ungeduldigII.[ανυπόφορος]unerträglich -
20 impossible
[im'posəbl]1) (that cannot be or be done: It is impossible to sing and drink at the same time; an impossible task.) αδύνατος,ανέφικτος2) (hopelessly bad or wrong: That child's behaviour is quite impossible.) ανυπόφορος•- impossibility
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανυπόφορος — ανυπόφορος, η, ο και ανυπόφερτος, η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να υποφέρει, να βαστάξει, αβάσταχτος: Τις τελευταίες μέρες η ζέστη έχει γίνει ανυπόφορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυπόφορος — η, ο (Μ ἀνυπόφορος, ον) αφόρητος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
άστεκτος — ἄστεκτος, ον (Α) [στέγω] ο ανυπόφορος … Dictionary of Greek
άφερτος — η, ο (Α ἄφερτος, ον) αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη 2. αυτός που δεν έχει έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερτός < φέρω] … Dictionary of Greek
άφορος — η, ο (AM ἄφορος, ον) ο δίχως καρπούς ή βλάστηση αρχ. 1. άγονη, στείρα 2. αυτός που προξενεί ακαρπία 3. αφορολόγητος 4. αφόρητος, ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)] … Dictionary of Greek
αΐδηλος — ἀίδηλος, ον (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αόρατος, άγνωστος 3. (ως επίθ. τού Αδη) σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < ἀ στερητ. + ἰδ εῖν + επίθημα ηλος. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος… … Dictionary of Greek
αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος … Dictionary of Greek
αγιάτρευτος — η, ο [γιατρεύω] 1. αυτός που δεν γιατρεύτηκε ακόμα ή που δεν είναι δυνατόν να γιατρευτεί, ο αθεράπευτος 2. ανυπόφορος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
αινότλητος — αἰνότλητος, ον (Α) ολωσδιόλου αφόρητος, τελείως ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τλητὸς < αόρ. τού ρ. τλῶ ( άω)*] … Dictionary of Greek
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek