Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αντιφάσκω

  • 1 противоречить

    противоречить αντιλέγω, αντιβαίνω" \противоречить самому себе αντιφάσκω' это \противоречитьт... αυτό έρχεται σε αντίφαση με...
    * * *
    αντιλέγω, αντιβαίνω

    противоре́чить самому́ себе́ — αντιφάσκω

    э́то противоре́чит… — αυτό έρχεται σε αντίφαση με…

    Русско-греческий словарь > противоречить

  • 2 впадать

    впадать
    несов
    1. (о реке) χύνομαι, ἐκβάλλω·
    2. (в какое-л. состояние) πέφτω, ἐμπίπτω, περιπίπτω:
    \впадать в отчаяние ἀπελπίζομαι, πέφτω σέ ἀπελπισία·
    3. (вваливаться\впадать о щеках и т. п.) κοιλαίνο-μαι, εἶμαι κοίλος· ◊ \впадать в немилость πέφτω σέ δυσμένειά \впадать в детство ξανα-μωραίνομαι· \впадать в ошибку πέφτω σέ σφάλμα, κάνω λάθος· \впадать в противоречие ἔρχο-μαι σέ ἀντίφαση (или ἀντίθεση), ἀντιφάσκω.

    Русско-новогреческий словарь > впадать

  • 3 опровергать

    опровергать
    несов, опровергнуть сов διαψεύδω, ἀναιρώ, ἀνασκευάζω:
    \опровергать слухи διαψεύδω τίς φήμες· \опровергать возведенное обвинение ἀναιρῶ τήν κατηγορία· \опровергать ложь ἀναιρώ τό ψεῦδος· \опровергать доводы противника ἀνασκευάζω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου· \опровергать самого́ себя φάσκω καί ἀντιφάσκω.

    Русско-новогреческий словарь > опровергать

  • 4 противоречить

    противоречить
    сов и несов
    1. (возражать) ἀντιλέγω·
    2. (быть в противоречии) ἐρχομαι σέ ἀντίθεση, εἶμαι ἀντίθετος, ἐναντιώνομαι:
    \противоречить себе ἀντιφάσκω, πέφτω σέ ἀντιφάσεις· показания свидетелей \противоречитьат друг другу οἱ καταθέσεις τών μαρτύρων περιέχουν ἀντιφάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > противоречить

  • 5 впасть

    впаду, впадёшь, παρλθ. χρ. впал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. впавший ρ,σ.
    1. εισέχω, σχηματίζω εισοχή• κοιλαίνω.
    2. πέφτω, περιπέφτω• περιέρχομαι•

    впасть в отчаяние πέφτω σε απελπισία, με πιάνει απελπισία•

    впасть в бедность πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω•

    впасть в ошибку πέφτω σε λάθος.

    εκφρ.
    впасть в немилость – πέφτω σε δυσμένεια•
    впасть в противоречие – πέφτω σε αντίφαση, αντιφάσκω.

    Большой русско-греческий словарь > впасть

  • 6 противоречить

    -чу, -чишь
    ρ.δ. (με δοτ.)
    1. αντιλέγω, αντιμιλώ• αντιτείνω• αντιλογιέμαι• προβάλλω αντιρρήσεις.
    2. αντιτίθεμαι• αντιφάσκω•

    эти сведения -ат друг другу αυτές οι πληροφορίες αντιφάσκουν μεταξύ τους.

    Большой русско-греческий словарь > противоречить

  • 7 разноречить

    -чу, -чишь
    ρ.δ. παλ. • αντιλέγω, αντιτείνω, αντιλογώ• αντιφάσκω.

    Большой русско-греческий словарь > разноречить

См. также в других словарях:

  • αντιφάσκω — (εύχρηστο στην έκφρ. φάσκω και αντιφάσκω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντιφάσκω — (Α ἀντιφάσκω) νεοελλ. λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου αρχ. 1. αντιλέγω 2. αποκρίνομαι …   Dictionary of Greek

  • αντιφάσκω — λέω τα αντίθετα μ εκείνα που είπα προηγουμένως: Δε λογάριαζε καθόλου πως, όσα υποστήριζε τώρα, αντίφασκαν μ εκείνα που έλεγε λίγο πριν· φρ. «Αυτός φάσκει και αντιφάσκει», αυτός λέει και ξελέει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντινομοθετώ — (AM ἀντινομοθετώ, έω) θέτω αντίθετους νόμους, νομοθετώ αντίθετα προς άλλους νόμους αρχ. 1. νομοθετώ εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς το θέλημα κάποιου 2. παρουσιάζω αντινομία, αντιφάσκω 3. προσδιορίζω, καθορίζω αντίθετα προς κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αντιφατικός — ή, ό (Α ἀντιφατικός, ή, όν) [αντιφάσκω] 1. αυτός που περιέχει αντίφαση 2. «αντιφατικές προτάσεις» δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη νεοελλ. (για ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις …   Dictionary of Greek

  • εναντιοφωνώ — ἐναντιοφωνῶ ( έω) (Μ) αντιλέγω, αντιφάσκω …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …   Dictionary of Greek

  • φάσκω — (εύχρηστο στην έκφρ. φάσκω και αντιφάσκω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εναντιολογώ — εναντιολόγησα, αμτβ. 1. λέγω τα αντίθετα, αντιλέγω. 2. αντιφάσκω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»