-
1 αντιπαλαίω
αντιπαλεύω (αόρ. αντεπάλαισα и αντιπάλεψα) μετ.1) бороться, сопротивляться, оказывать сопротивление; противоборствовать;αντιπαλαίω προς εχθρόν — бороться с врагом;
αντιπαλαίω προς κινδύνους — бороться с опасностями;
ο οργανισμός αντιπαλαίει κατά της νόσου — организм сопротивляется болезни;
2) состязаться, соперничать
См. также в других словарях:
αντιπαλαίω — ἀντιπαλαίω (Α) βλ. αντιπαλεύω … Dictionary of Greek
αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον … Dictionary of Greek