Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αντιπαθητικός

См. также в других словарях:

  • αντιπαθητικός — ή, ό (Α ἀντιπαθητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προκαλεί αντιπάθεια αρχ. ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός …   Dictionary of Greek

  • αντιπαθητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αντιπάθεια: Με την εγωιστική συμπεριφορά του καταντούσε αντιπαθητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιπαθητικόν — ἀντιπαθητικός opposed to passivity masc acc sg ἀντιπαθητικός opposed to passivity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν κάνει σκιά 2. (για ανθρώπους) βαρύς, αντιπαθητικός, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ησκιώνω < ήσκιος*. Η ετυμολογία δείχνει πως η ορθογραφία αΐσκιωτος (με ι ) δεν δικαιολογείται] …   Dictionary of Greek

  • αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα …   Dictionary of Greek

  • ανέραστος — η, ο (Α ἀνέραστος, ον) αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτα αρχ. 1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη 2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ του έραμαι «αγαπώ»] …   Dictionary of Greek

  • αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… …   Dictionary of Greek

  • αποκρουστικός — ή, ό (AM ἀποκρουστικός, ή, όν) [αποκρούω] νεοελλ. αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει 2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης …   Dictionary of Greek

  • ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί …   Dictionary of Greek

  • ασυμπαθής — ές (AM ἀσυμπαθής, ές) [συμπάσχω] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι νεοελλ. ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός αρχ. εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»