-
1 неприятный
-
2 противный
I противный I (неприятный) αντιπαθητικός II противный II: в \противныйом случае σε αντίθετη περίπτωση* * *I( неприятный) αντιπαθητικόςIIв проти́вном слу́чае — σε αντίθετη περίπτωση
-
3 противный
проти́вн||ый Iприл (противоположный) ἐνάντιος, ἀντίθετος, ἀντικρυνός:\противныйая сторона юр. ὁ ἀντίδικος· в \противныйом случае σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει.противный IIприл (неприятный) σιχαμένος, ἀντιπαθητικός/ ἀηδιαστικός (тошнотворный)/ ἀντιπαθητικός (о человеке):\противный вид ἡ σιχαμένη δψη· у него \противныйое лицо τό πρόσωπο του εἶναι ἀντιπαθητικό· \противный запах ἡ ἀηδιαστική μυρωδιά, ἡ δυσοσμία. -
4 отталкивающий
επ. από μτχ.αποκρουστικός, αντιπαθητικός•отталкивающий запах αποκρουστική μυρουδιά•
отталкивающий характер αντιπαθητικός χαρακτήρας.
-
5 антипатичный
антип||атичныйприл ἀντιπαθής, ἀντιπαθητικός. -
6 неаппетитный
неаппети́тн||ыйприл ἀνοστος / перен ἀντιπαθητικός, ἀποκρουστικός:\неаппетитныйая еда ἄΥοστο φαγητό· \неаппетитный вид ἀποκρουστική ὅψη. -
7 неприятный
неприятн||ыйприл δυσάρεστος / ἀντιπαθητικός (о человеке):\неприятныйый запах ἡ δυσοσμία, ἡ ἄσχημη μυρωδιά· попасть в \неприятныйое положение ἡ δυσάρεστη θέση. -
8 несимпатичный
несимпатичныйприл ἀντιπαθής, ἀντιπαθητικός. -
9 омерзение
омерз||ениес ὁ βδελυγμός, ἡ ἀηδία, ἡ ἀπέχθεια / ἡ ἀποστροφή (отвращение):внушать \омерзение προξενώ ἀπέχθεια· противен до \омерзениеения ἀντιπαθητικός μέχρι ἀηδίας· с \омерзениеением μέ βδελυγμία. -
10 отталкивающий
отталкива||ющий1. прич. от отталкивать·2. прил ἀποκρουστικός, ἀντιπαθής, ἀντιπαθητικός/ ἀηδής (отвратительный). -
11 удивительио
удивительи||о1. нареч (чрезвычайно) ἐξαιρετικά, καταπληκτικά:она были \удивительио хороша ήταν ἐξαιρετικά ὅμορφη· э́то был \удивительио несимпатичный человек ήταν φοβερά ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος·2. предик безл εἶναι περίεργο/ εἶναι καταπληκτικό (восхитительный):это \удивительио εἶναι καταπληκτικό· мне \удивительио, что я вас вижу здесь μοῦ φαίνεται περίεργο πού σας βλέπω ἐδώ· не \удивительио что... τίποτε τό παράξενο πού... -
12 неприятный
[νιχριγιάτνυϊ] εκ δυσάρεστος, αντιπαθητικός -
13 неприятный
[νιχριγιάτνυϊ] εκ δυσάρεστος, αντιπαθητικός -
14 антипатический
επ.αντιπαθητικός. -
15 антипатичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαντιπαθητικός. -
16 неаппетитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноανορεκτικός, άνοστος. || μτφ. άχαρος, αντιπαθητικός, αποκρουστικός. -
17 недобрый
επ., βρ: -обр, -обра, -обро, πλθ. -обры όχι, καλός, όχι αγαθός κακός, αχρείος, φαύλος• εχθρικός, κακόβουλος• αντιπαθητικός•-ое чувство κακόβουλο αίσθημα•
-ые намерения κακές διαθέσεις•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση•
недобрый час κακή ώρα•
недобрый сон κακό όνειρο;
ουσ. -ое ουδ. το κακό•-ое что-то случилось κάτι το κακό συνέβηκε.
-
18 недружелюбный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно; αντιπαθητικός. || κακόβουλος, κακεντρεχής, ε-θελόκακος μοχθηρός εχθρικός•недружелюбный взгляд το μοχθηρό βλέμμα.
-
19 немилый
επ., βρ: -мил, -мила, -милоαπεχθής, αντιπαθητικός, αποκρουστικός. -
20 нечисть
-и θ. αθρσ. (απλ.)1. πνεύματα ακάθαρτα (κακά, πονηρά), φαντάσματα, ξωτικά.2. μτφ. (για ζώα, ζωίδια, έντομα) αντιπαθητικός, αηδιαστικός, σιχαμερός.3. μτφ. (γι•α. ανθρώπους) βδελυρός, μυσαρός, επάρατος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντιπαθητικός — ή, ό (Α ἀντιπαθητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προκαλεί αντιπάθεια αρχ. ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός … Dictionary of Greek
αντιπαθητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αντιπάθεια: Με την εγωιστική συμπεριφορά του καταντούσε αντιπαθητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπαθητικόν — ἀντιπαθητικός opposed to passivity masc acc sg ἀντιπαθητικός opposed to passivity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek
αήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν κάνει σκιά 2. (για ανθρώπους) βαρύς, αντιπαθητικός, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ησκιώνω < ήσκιος*. Η ετυμολογία δείχνει πως η ορθογραφία αΐσκιωτος (με ι ) δεν δικαιολογείται] … Dictionary of Greek
αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα … Dictionary of Greek
ανέραστος — η, ο (Α ἀνέραστος, ον) αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτα αρχ. 1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη 2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ του έραμαι «αγαπώ»] … Dictionary of Greek
αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… … Dictionary of Greek
αποκρουστικός — ή, ό (AM ἀποκρουστικός, ή, όν) [αποκρούω] νεοελλ. αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει 2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης … Dictionary of Greek
ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί … Dictionary of Greek
ασυμπαθής — ές (AM ἀσυμπαθής, ές) [συμπάσχω] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι νεοελλ. ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός αρχ. εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση … Dictionary of Greek