Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αντεπιστέλλον

  • 1 αντεπιστέλλον

    το:

    αντεπιστέλλον (μέλος) — член-корреспондент

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντεπιστέλλον

  • 2 член

    член м в рази. знач. το μέλος; \член партии το μέλος του κόμματος; \член профсоюза το μέλος του επαγγελματικού σωματείου; \член-корреспондент το αντεπιστέλλον μέλος; почётный \член το επίτιμο μέλος
    * * *
    м в разн. знач.
    το μέλος

    член па́ртии — το μέλος του κόμματος

    член профсою́за — το μέλος του επαγγελματικού σωματείου

    член-корреспонде́нт — το αντεπιστέλλον μέλος

    почётный членτο επίτιμο μέλος

    Русско-греческий словарь > член

  • 3 член-корреспондент

    το αντεπιστέλλον μέλος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > член-корреспондент

  • 4 член

    член
    м
    1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:
    \член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:
    \член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·
    2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·
    3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:
    \член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο.

    Русско-новогреческий словарь > член

  • 5 μέλος

    τό
    1) в разн. знач член;

    αντεπιστέλλον μέλος — членкорреспондент;

    επίτιμον μέλος — почётный член;

    μέλος του κόμματος (της οικογένειας) — член партии (семьи);

    μέλος της κυβέρνησης (βουλής) — член правительства (парламента);

    τα μέλη της εξισώσεως мат. члены уравнения;
    2) уст. напев, мелодия, песня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέλος

  • 6 член

    α.
    1. μέλος•

    -ы тела τα μέλη του σώματος•

    члены предложения τα μέλη της πρότασης•

    -ы семьй τα μέλη της οικογένειας•

    -партии μέλος του κόμματος•

    член провсоюзов μέλος των συνδικάτων•

    член экспедиции μέλος της αποστολής.

    2. ο όρος•

    член дроби ο όρος του κλάσματος•

    член суждения μέλος της κρίσης (στη λογική).

    3. (γραμμ.) το άρθρο•

    определенный и неопределенный член οριστικό και αόριστο άρ-άρθρο.

    εκφρ.
    —корреспондент – αντεπιστέλλον μέλος.

    Большой русско-греческий словарь > член

См. также в других словарях:

  • αντεπιστέλλω — (Α ἀντεπιστέλλω) νεοελλ. η μετοχή αντεπιστέλλων, ούσα, ον δηλώνει τιμητικό τίτλο που απονέμεται από επιστημονικό σωματείο σε πρόσωπα που κατοικούν αλλού (π.χ. αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών) αρχ. στέλνω απάντηση γραπτή ή προφορική …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρίδης, Δημήτριος — (Τύρναβος περ. 1785 – Βιέννη 1851;). Γιατρός και φιλόλογος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον μεγαλύτερο αδελφό του Στέφανο, διάκο, τον αποκαλούμενο Δούνκα. Σπούδασε ιατρική στην Ιένα, όπου και έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Στυλιανός — I (Ηράκλειο Κρήτης 1921 –).Αρχαιολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Χαϊδελβέργης. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Ανδρεάδης, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1876 – Αθήνα 1935).Οικονομολόγος. Καθηγητής της δημόσιας οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1906 34), μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926, αντεπιστέλλον μέλος του Institut de France, της αγγλικής Royal Economic… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδου, Σοφία — (Πειραιάς 1895 – 1972). Φιλόλογος, βυζαντινολόγος και ιστορικός. Σπούδασε και ειδικεύτηκε σε φιλολογικά θέματα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διαδοχικά καθηγήτρια της έδρας πρωτοχριστιανικής, μεσαιωνικής και ελληνικής γλώσσας και… …   Dictionary of Greek

  • Βεντένσκι, Μπόρις Αλεξέγιεβιτς — (1893 – 1969).Ρώσος ραδιοφυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μόσχας το 1915 και από το 1928 ασχολήθηκε με τη διαβίβαση των υπερβραχέων κυμάτων πάνω από την επιφάνεια της Γης. Το 1965, σε συνεργασία με τον Μ.Α. Κόλοσοφ, υπολόγισε το πεδίο… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Γεώργιος — I (Αθήνα 1886 – 1951). Δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος του λογογράφου Άγγελου Βλάχου (βλ. λ.), ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διαδέχτηκε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη ως εκδότης και διευθυντής του δεκαπενθήμερου περιοδικού… …   Dictionary of Greek

  • Γκονζάλες, Ζοακίμ — (Joaquim Gonzalez, 1861 – 1923). Αργεντινός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της πόλης Κόρδοβα και εξελέγη τρεις φορές βουλευτής. Στο διάστημα από το 1907 έως το 1916 ήταν μέλος της Γερουσίας. Διετέλεσε επίσης υπουργός των Εσωτερικών… …   Dictionary of Greek

  • Δοντάς, Σπυρίδων — (Αθήνα 1878 – 1958).Φυσιολόγος, ακαδημαϊκός και καθηγητής πανεπιστημίου. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στη Γερμανία έγινε επιμελητής το 1901, έκτακτος καθηγητής της γενικής φυσιολογίας το 1916 και καθηγητής της φαρμακολογίας το 1925.… …   Dictionary of Greek

  • Έσελινγκ, Κρίστιαν — (Christian Hesseling, Άμστερνταμ 1859 – Λέιντεν 1941). Ολλανδός βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της πατρίδας του, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, όπου δίδασκε τότε ελληνικά ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»