Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αντάρτικος

См. также в других словарях:

  • ανταρτικός — ανταρτικός, ή, ό και αντάρτικος, η, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τους αντάρτες: Οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής, παρουσιάστηκαν στα βουνά της Ρούμελης. 2. το ουδ. ως ουσ., αντάρτικο το σύνολο των ανταρτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντάρτικος — κ. κός, ή, ό [αντάρτης] 1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τους αντάρτες Ι. το ουδ. ως ουσ. το αντάρτικο 1. το σύνολο των ανταρτών μιας περιοχής 2. η περιοχή την οποία ελέγχουν οι αντάρτες II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αντάρτικα 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ρέμπελος — η, ο, Ν 1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος 2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε 3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί 4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι») 5.… …   Dictionary of Greek

  • Παρτσαλίδης, Δημήτριος — (Τραπεζούντα 1905 – Αθήνα 1980). Έλληνας πολιτικός. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1924 μαζί με τους γονείς του και τέλειωσε το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε αρχικά στο Γραφείο Εποικισμού της Καβάλας, απ’ όπου όμως απολύθηκε για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»