Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ανοιχτός

  • 1 ανοιχτός

    η, ό
    1) прям., перен. открытый;

    τα καταστήματα σήμερα είναι ανοιχτά — сегодня все магазины открыты;

    ανοιχτός λογαριασμός — текущий счёт;

    2) светлый (о цвете);
    3) распустившийся (о цветах); 4) незаживший, открытый (о ране); 5) открытый; широкий (о местности);

    ανοιχτή θάλασσα — открытое море;

    6) откровенный, искренний, прямой;
    7) щедрый; 8) открытый, гостеприимный;

    ανοιχτό σπίτι — открытый дом;

    9) задолжавший;

    § ανοιχτός γιακάς — отложной воротничок;

    παίζω μ' ανοιχτά χαρτιά — играть в открытую;

    μένω με το στόμα ανοιχτό — раскрыть рот от удивления;

    ήρθε μ· ανοιχτό κεφάλι — пришёл с раскроенным черепом;

    όσο 2χω τα μάτια μου ανοιχτά — пока я жив;

    έχει τα μάτια του ανοιχτά — у него ушки на макушке;

    τό υπουργείο σήμερα είναι ανοιχτό — в министерстве сегодня приёмный день;

    στ' ανοιχτά — в открытом море

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανοιχτός

  • 2 ανοιχτός

    I.
    geöffnet
    II.
    offen

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > ανοιχτός

  • 3 ανοιχτός

    obert

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > ανοιχτός

  • 4 ανοιχτός

    open

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανοιχτός

  • 5 ανοιχτός πράσινος

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > ανοιχτός πράσινος

  • 6 açılmış

    ανοιχτός, έκθετος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > açılmış

  • 7 open

    ['əupən] 1. adjective
    1) (not shut, allowing entry or exit: an open box; The gate is wide open.) ανοιχτός
    2) (allowing the inside to be seen: an open book.) ανοιχτός
    3) (ready for business etc: The shop is open on Sunday afternoons; After the fog had cleared, the airport was soon open again; The gardens are open to the public.) ανοιχτός
    4) (not kept secret: an open show of affection.) ανοιχτός,έκδηλος
    5) (frank: He was very open with me about his work.) ειλικρινής
    6) (still being considered etc: Leave the matter open.) εκκρεμής
    7) (empty, with no trees, buildings etc: I like to be out in the open country; an open space.) ανοιχτός,εκτεθειμένος,ακάλυπτος
    2. verb
    1) (to make or become open: He opened the door; The door opened; The new shop opened last week.) ανοίγω
    2) (to begin: He opened the meeting with a speech of welcome.) αρχίζω
    - opening
    - openly
    - open-air
    - open-minded
    - open-plan
    - be an open secret
    - bring something out into the open
    - bring out into the open
    - in the open
    - in the open air
    - keep/have an open mind
    - open on to
    - the open sea
    - open to
    - open up
    - with open arms

    English-Greek dictionary > open

  • 8 открытый

    открыт||ый
    1. прич. от открыть·
    2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·
    3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:
    \открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ
    4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:
    с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·
    5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:
    вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·
    6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:
    \открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα.

    Русско-новогреческий словарь > открытый

  • 9 открытый

    открытый ανοιχτός, ανοιγμένος· музей открыт с... до ... το μουσείο είναι ανοιχτό από... ως...' \открытый вопрос το εκκρεμές ζήτημα
    * * *
    ανοιχτός, ανοιγμένος

    музе́й откры́т с... до… — το μουσείο είναι ανοιχτό από... ως…

    откры́тый вопро́с — το εκκρεμές ζήτημα

    Русско-греческий словарь > открытый

  • 10 зелёный

    επ., βρ: зелен, -а, -о.
    1. πράσινος•

    зелёный цвет πράσινο χρώμα•

    -ая ткань πράσινο ύφασμα.

    2. χλωρός•

    зелёный корм χλωρή τροφή ζώων, χλωρό χορτάρι•

    -ые фасоли χλωρά φασόλια•

    -ые щи λαχανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες•

    зелёный борщ λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο.

    3. άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαοτος.
    4. μτφ. νέος, άπειρος•

    зелёный юнец άπειρο παλικάρι,

    εκφρ.
    - ые насаждения – δεντροφυτείες•
    -ая тоска (ή скука) – πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι•
    зелёный стол – πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)•
    - ая улица – α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. β) μτφ. ανοιχτός δρόμος (χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα από δυο σεψές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)•
    зелёный чай – πράσινο τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > зелёный

  • 11 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 12 лоток

    1. (подставка) το στήριγμα, το τραπέζι 2. (лотковый спуск) η τραπεζιοειδής εξαγωγή 3. (водопроводное сооружение) о οχετός, το κανάλι
    подводящий - см. питающий.лотос бот. о λωτός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лоток

  • 13 работать

    1) δουλεύω, εργάζομαι

    кем вы рабо́таете? — τι δουλειά ( или τι εργασία) κάνετε

    2) ( о механизмах) λειτουργώ, δουλεύω

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    3) ( об учреждении) δουλεύω, είμαι ανοιχτός

    магази́н рабо́тает с 8-ми часо́в — το κατάστημα είναι ανοιχτό από τις οκτώ το πρωί

    Русско-греческий словарь > работать

  • 14 зеленый

    зелен||ый
    прил πράσινος:
    \зеленый виноград οἱ ἀγουρίδες· \зеленыйые насаждения ὁ£ δενδρο-ψυτείες, οἱ φυτείες πρασίνου· \зеленый горо́шек τό μπιζέλι· ◊ \зеленыйая у́лица ж.-д. ὁ δρόμος, εἶναι ἀνοιχτός· \зеленый юие́ц ἄμαθο παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > зеленый

  • 15 откровенный

    откровенный
    прил
    1. εἰλικρινής, ανοιχτός, παρρησιαστικός·
    2. (очевидный, явный) Εκδηλος, φανερός:
    выказать \откровенныйное презрение εκφράζω φανερή περιφρόνηση.

    Русско-новогреческий словарь > откровенный

  • 16 работать

    работа||ть
    несов
    1. δουλεύω, ἐργάζομαι:
    \работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·
    2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:
    библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·
    3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:
    телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου.

    Русско-новогреческий словарь > работать

  • 17 γιακάς

    ο
    1) воротник, ворот;

    ανοιχτός γιακάς — отложной воротник;

    σηκώνω το γιακά τού πανωφοριού μου — поднимать воротник пальто;

    2) подзатыльник;

    § τρώγω γιακάδες — а) получить подзатыльники; — б) получать взбучку;

    του τίναξα το γιακά — я ему задал взбучку;

    τινάζω το γιακάς μου — не желаю иметь с ним ничего общего

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιακάς

  • 18 account

    1) (an arrangement by which a person keeps his money in a bank: I have (opened) an account with the local bank.) λογαριασμός
    2) (a statement of money owing: Send me an account.) λογαριασμός εσόδων-εξόδων
    3) (a description or explanation (of something that has happened): a full account of his holiday.) τραπεζικός λογαριασμός
    4) (an arrangement by which a person makes a regular (eg monthly) payment instead of paying at the time of buying: I have an account at Smiths.) πίστωση, ανοιχτός λογαριασμός
    5) ((usually in plural) a record of money received and spent: You must keep your accounts in order; ( also adjective) an account book.) αναφορά
    - accountant
    - account for
    - on account of
    - on my/his etc account
    - on my/his account
    - on no account
    - take something into account
    - take into account
    - take account of something
    - take account of

    English-Greek dictionary > account

  • 19 clear

    [kliə] 1. adjective
    1) (easy to see through; transparent: clear glass.) διάφανος
    2) (free from mist or cloud: Isn't the sky clear!) ξάστερος
    3) (easy to see, hear or understand: a clear explanation; The details on that photograph are very clear.) σαφής, ξεκάθαρος
    4) (free from difficulty or obstacles: a clear road ahead.) ανοιχτός
    5) (free from guilt etc: a clear conscience.) καθαρός, δίχως ενοχές
    6) (free from doubt etc: Are you quite clear about what I mean?) βέβαιος
    7) ((often with of) without (risk of) being touched, caught etc: Is the ship clear of the rocks? clear of danger.) ελεύθερος, ανεμπόδιστος
    8) ((often with of) free: clear of debt; clear of all infection.) απαλλαγμένος
    2. verb
    1) (to make or become free from obstacles etc: He cleared the table; I cleared my throat; He cleared the path of debris.)
    2) ((often with of) to prove the innocence of; to declare to be innocent: He was cleared of all charges.)
    3) ((of the sky etc) to become bright, free from cloud etc.)
    4) (to get over or past something without touching it: He cleared the jump easily.)
    - clearing
    - clearly
    - clearness
    - clear-cut
    - clearway
    - clear off
    - clear out
    - clear up
    - in the clear

    English-Greek dictionary > clear

  • 20 gaping

    adjective (wide open: a gaping hole.) ανοιχτός, που χάσκει

    English-Greek dictionary > gaping

См. также в других словарях:

  • ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • Άρεως, πεδίον — Ανοιχτός χώρος στη Ρώμη, ανάμεσα στους λόφους του Καπιτωλίου, του Κυρηναλίου και του Πιγκίου και στη μεγάλη καμπή του Τίβερη. Ανήκε στους Ταρκυνίους, αλλά μετά την κατάργηση της βασιλείας τους τον αφιέρωσαν στο θεό του πόλεμου Άρη και από τότε… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

  • αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • ολάνοιχτος — και ολάνοικτος, η, ο ο εντελώς ή διάπλατα ανοιχτός, ο ορθάνοιχτος («δάσκαλε, πάμε ολάνοιχτος μάς καρτερεί κι ο ναός», Παλαμ.). επίρρ... ολάνοιχτα τελείως ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ανοιχτός] …   Dictionary of Greek

  • ορθάνοιχτος — η, ο ο τελείως ανοιχτός, ο διάπλατα ανοιχτός. επίρρ... ορθάνοιχτα τελείως ανοιχτά, διάπλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού KarlWeigel] …   Dictionary of Greek

  • πεντάνοιχτος — ή, ο ο εντελώς ανοιχτός, ολάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ανοιχτός / ανοικτός] …   Dictionary of Greek

  • φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»