Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανοιχτός

  • 1 открытый

    открыт||ый
    1. прич. от открыть·
    2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·
    3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:
    \открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ
    4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:
    с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·
    5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:
    вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·
    6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:
    \открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα.

    Русско-новогреческий словарь > открытый

  • 2 открытый

    открытый ανοιχτός, ανοιγμένος· музей открыт с... до ... το μουσείο είναι ανοιχτό από... ως...' \открытый вопрос το εκκρεμές ζήτημα
    * * *
    ανοιχτός, ανοιγμένος

    музе́й откры́т с... до… — το μουσείο είναι ανοιχτό από... ως…

    откры́тый вопро́с — το εκκρεμές ζήτημα

    Русско-греческий словарь > открытый

  • 3 зелёный

    επ., βρ: зелен, -а, -о.
    1. πράσινος•

    зелёный цвет πράσινο χρώμα•

    -ая ткань πράσινο ύφασμα.

    2. χλωρός•

    зелёный корм χλωρή τροφή ζώων, χλωρό χορτάρι•

    -ые фасоли χλωρά φασόλια•

    -ые щи λαχανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες•

    зелёный борщ λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο.

    3. άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαοτος.
    4. μτφ. νέος, άπειρος•

    зелёный юнец άπειρο παλικάρι,

    εκφρ.
    - ые насаждения – δεντροφυτείες•
    -ая тоска (ή скука) – πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι•
    зелёный стол – πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)•
    - ая улица – α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. β) μτφ. ανοιχτός δρόμος (χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα από δυο σεψές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)•
    зелёный чай – πράσινο τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > зелёный

  • 4 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 5 лоток

    1. (подставка) το στήριγμα, το τραπέζι 2. (лотковый спуск) η τραπεζιοειδής εξαγωγή 3. (водопроводное сооружение) о οχετός, το κανάλι
    подводящий - см. питающий.лотос бот. о λωτός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лоток

  • 6 работать

    1) δουλεύω, εργάζομαι

    кем вы рабо́таете? — τι δουλειά ( или τι εργασία) κάνετε

    2) ( о механизмах) λειτουργώ, δουλεύω

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    3) ( об учреждении) δουλεύω, είμαι ανοιχτός

    магази́н рабо́тает с 8-ми часо́в — το κατάστημα είναι ανοιχτό από τις οκτώ το πρωί

    Русско-греческий словарь > работать

  • 7 зеленый

    зелен||ый
    прил πράσινος:
    \зеленый виноград οἱ ἀγουρίδες· \зеленыйые насаждения ὁ£ δενδρο-ψυτείες, οἱ φυτείες πρασίνου· \зеленый горо́шек τό μπιζέλι· ◊ \зеленыйая у́лица ж.-д. ὁ δρόμος, εἶναι ἀνοιχτός· \зеленый юие́ц ἄμαθο παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > зеленый

  • 8 откровенный

    откровенный
    прил
    1. εἰλικρινής, ανοιχτός, παρρησιαστικός·
    2. (очевидный, явный) Εκδηλος, φανερός:
    выказать \откровенныйное презрение εκφράζω φανερή περιφρόνηση.

    Русско-новогреческий словарь > откровенный

  • 9 работать

    работа||ть
    несов
    1. δουλεύω, ἐργάζομαι:
    \работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·
    2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:
    библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·
    3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:
    телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου.

    Русско-новогреческий словарь > работать

  • 10 открытый

    [ατκρύτυϊ] εκ. ανοιχτός

    Русско-греческий новый словарь > открытый

  • 11 открытый

    [ατκρύτυϊ] επ ανοιχτός

    Русско-эллинский словарь > открытый

  • 12 гласный

    επ.
    1. φωνητικός•

    гласный звук το φωνήεν.

    2. ουσ. (γλωσ.) το φωνήεν.
    επ. βρ: -сен, -сна, -сно
    ανοιχτός, δημόσιος, ελεύθερης εισόδου•

    гласный суд ανοιχτό δικαστήριο.

    -ого α.
    εκλεγμένο μέλος της αυτοδιοίκησης στην προεπαναστατική Ρωσία.

    Большой русско-греческий словарь > гласный

  • 13 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 14 доступный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно.
    1. ευπρόσιτος, προσιτός•

    -ая местность προσιτό μέρος•

    -ые цены προσιτές τιμές.

    2. ανοιχτός, ελεύθερος•

    музеи должны быть -ы для широких масс τα μουσεία πρέπει να είναι ανοιχτά για τις πλατιές μάζες.

    3. ευκολονόητος, εύληπτος, ευκατάληπτος, ευκατανόητος.
    4. απλός, καταδεχτικός. || ευαίσθητος, συναισθηματικός• επιδεκτικός.
    εκφρ.
    - ая женщина – ευάλωτη γυναίκα, ψυχικάρα, καλοκαθούμενη•
    доступный зрению ή глазу – ευδιάκριτος.

    Большой русско-греческий словарь > доступный

  • 15 незапертый

    επ.
    μη κλεισμένος
    - κλειδωμένος• ανοιχτός, ξεκλείδωτος.

    Большой русско-греческий словарь > незапертый

  • 16 незащищённый

    επ.
    απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος, απροφΰλακτος•

    незащищённый от ветра απροστάτευτος από τον άνεμο (ανεμόδαρτος).

    (για τόπους)• αναπεπταμένος, ανοιχτός, ευρύς, διάπλατος.

    Большой русско-греческий словарь > незащищённый

  • 17 неприкрытый

    επ.
    1. λίγο ανοιχτός, μισοκλεισμένος, φιρός•

    -ая дверь φιρή πόρτα.

    2. ασκεπής, ασκέπαστος, ακάλυπτος. || μτφ. απροκάλυπτος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος.
    3. μτφ. ειλικρινής, απροφάσιστος, απροσχημάτιστος•

    -ая правда καθαρή αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > неприкрытый

  • 18 отверстый

    επ. από μτχ.
    παλ. ανοιχτός•

    с -ыми объятиями με ανοιχτή την αγκαλιά, με ανοιχτές τις αγκάλες.

    Большой русско-греческий словарь > отверстый

  • 19 плоский

    επ., βρ: -сок, -ска, -ско; площе..
    1. ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος,.ισόπεδος•

    -ая поверхность ομαλή επιφάνεια•

    -ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα.

    2. πεπλατυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. || αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•

    -ая тарелка αβαθές πιάτο.

    3. άχαρος, ανούσιος, άνοστος• κρύος, ανάλατος, σαχλός•

    -ая шутка ανάλατο αστείο.

    εκφρ.
    - ая стопа – πλατυποδία.

    Большой русско-греческий словарь > плоский

  • 20 плошечный

    επ.
    αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•

    светильник λυχνάρι σε αβαθές αγγείο.

    Большой русско-греческий словарь > плошечный

См. также в других словарях:

  • ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • Άρεως, πεδίον — Ανοιχτός χώρος στη Ρώμη, ανάμεσα στους λόφους του Καπιτωλίου, του Κυρηναλίου και του Πιγκίου και στη μεγάλη καμπή του Τίβερη. Ανήκε στους Ταρκυνίους, αλλά μετά την κατάργηση της βασιλείας τους τον αφιέρωσαν στο θεό του πόλεμου Άρη και από τότε… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

  • αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • ολάνοιχτος — και ολάνοικτος, η, ο ο εντελώς ή διάπλατα ανοιχτός, ο ορθάνοιχτος («δάσκαλε, πάμε ολάνοιχτος μάς καρτερεί κι ο ναός», Παλαμ.). επίρρ... ολάνοιχτα τελείως ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ανοιχτός] …   Dictionary of Greek

  • ορθάνοιχτος — η, ο ο τελείως ανοιχτός, ο διάπλατα ανοιχτός. επίρρ... ορθάνοιχτα τελείως ανοιχτά, διάπλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού KarlWeigel] …   Dictionary of Greek

  • πεντάνοιχτος — ή, ο ο εντελώς ανοιχτός, ολάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ανοιχτός / ανοικτός] …   Dictionary of Greek

  • φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»