-
1 весенний
-
2 весенний
весенн||ийприл ἀνοιξιάτικος, ἐαρινός:\весеннийие посевы ἀνοιξιάτικη σπορά· \весеннийяя пора́ ἡ ἄνοιξη. -
3 вешний
вешн||ийприл поэт. ἀνοιξιάτικος, ἐαρινός:\вешнийие воды τά ἀνοιξιάτικα νερά. -
4 весенний
[βισιέννιΐ] επ. ανοιξιάτικος -
5 весенний
[βισιέννιϊ] επ ανοιξιάτικος -
6 весенний
-яя, -ее, επ.ανοιξιάτικος, εαρινός•-ие дни ανοιξιάτικες μέρες•
весенний сев ανοιξιάτικη σπορά.
-
7 демисезонный
επ.φθινοπωριάτικος, ανοιξιάτικος, ντεμί-σαιζόν. -
8 яровизировать
-руго -руешь, ρ.δ.κ.σ. μετατρέπω φθινοπωρινό σπόρο σε ανοιξιάτικο. || μετατρέπομαι από φθινοπωριάτικος σε ανοιξιάτικος. -
9 яровой
επ.1. ανοιξιάτικος•яровой сев ανοιξιάτικη σπορά•
-ая пшеница το σιτάρι, ανοιξιάτικης σποράς•
-ое поле χωράφι ανοιξιάτικης σποράς.
2. ουσ. -ое ουδ. το ανοιξιάτικο δημητριακό.
См. также в других словарях:
ανοιξιάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται την άνοιξη: Ο καιρός σήμερα είναι ανοιξιάτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιξιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην εποχή της άνοιξης, εαρινός … Dictionary of Greek
εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως … Dictionary of Greek
ηρινός — ἠρινός, ή, όν (Α) 1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.) 2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά κατά την άνοιξη («ὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός*, με συναίρεση] … Dictionary of Greek
κεφαλιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατ άτομο υπολογισμό 2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικο ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην ιάτικος)] … Dictionary of Greek
πρωτομαρτιά — η, Ν 1. η πρώτη μέρα τού Μαρτίου 2. (λαογρ.) (στο λαϊκό καλαντάρι) μέρα που έχει τη σημασία πρωτοχρονιάς, καθώς ο Μάρτιος είναι ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας, ενώ παλαιότερα θεωρούνταν και ως ο πρώτος μήνας τού χρόνου, γεγονός που συνετέλεσε στη… … Dictionary of Greek
εαρινός — ή, ό 1. που γίνεται την άνοιξη, ανοιξιάτικος: Εαρινή βροχή. 2. που είναι χρήσιμος την άνοιξη: Εαρινή ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)