-
1 цветник
-
2 клумба
-ы θ.ανθώνας σχηματικός. -
3 партер
-а α.1. πλατεία θεάτρου.2. ανθώνας• παρτέρι.3. κονίστρα, παλαίστρα. -
4 цветник
-а α.ανθόκηπος, ανθοκήπιο, ανθώνας. || μτφ. (για παιδιά, γυναίκες)• λουλούδια, παπαρούνες).
См. также в других словарях:
ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα … Dictionary of Greek
ανθώνας — ο ανθόκηπος: Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους έχουν έναν ωραίο ανθώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)